Η  Πολιτεία της  Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.

Β2. Ο νους έχει πια ισχυρό κίνητρο για να με βοηθήσει.

Ως τώρα ο νους κατάφερε να εμπεδώσει τη συμφιλίωση με όλες τις εμμονές του. Γλύκανε έτσι και μετρίασε αρκετά την καταδυνάστευση του εαυτού του από αυτές. Αυτό το πέτυχε με διάφορες νοητικές συλλήψεις και μεθόδους, που όλες μαζί δομήσανε γερά πολύπλευρα θεμέλια, πάνω στα οποία μπορεί τώρα να στήσει το έργο της απελευθέρωσής του από τις ατίθασες έμμονες ιδέες.

Αυτός ο δεύτερος κύκλος εργασιών ξεκινά με πολύ καλύτερες προϋποθέσεις σε σύγκριση με τον πρώτο. Ο νους έχει τώρα ισχυρό κίνητρο για να με βοηθήσει: καθώς με έχει συμπονέσει, σπεύδει αυθόρμητα και αβίαστα να με φροντίσει, επειδή με αγαπά, επειδή τον συγκινεί ο αγώνας μου και θέλει πολύ να με δει μια μέρα ελεύθερο. Και ξεβολεύεται αγόγγυστα για να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί προκειμένου να είμαι καλά, θυσιάζοντας πρόθυμα τις συνήθειές του, ώστε να κάνει όσα είναι απαραίτητα για να πλησιάσω πιο πολύ στην οριστική κατάκτηση της ελευθερίας.

Επιπλέον, ο νους αποδίδει στον εαυτό μου την ύψιστη αξία ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους και σε όλα τα εγκόσμια αγαθά, αφού ο εαυτός μου είναι η βάση για να μπορεί ο νους να χαίρεται όλα τα άλλα. Παίρνει αυτήν τη φαινομενικά εγωιστική θέση, επειδή συνειδητοποίησε ότι, αν ο εαυτός μου δεν είναι καλά μέσα του, τότε ο νους μαραζώνει και δεν μπορεί να απολαύσει τίποτα, όσα αναπάντεχα, υπέροχα δώρα και να του προσφέρει η ζωή. Η φύση τού φαίνεται τότε γκρίζα, το ενδιαφέρον και η αγάπη των αδελφών του γι’ αυτόν του φαίνονται ασήμαντα, οι επιτυχίες χάνουν την αίγλη τους. Άρα ο νους αποφασίζει ότι δε χρειάζεται να νιώθει ενοχές για αυτήν τη φαινομενικά εγωιστική θέση που υιοθετεί, αφού χωρίς αυτήν δε θα μπορέσει να είναι ευχάριστος και ωφέλιμος ούτε για τον εαυτό του ούτε για τ’ αδέλφια του.

Ο νους πλέον με αγαπά πάρα πολύ και γι’ αυτό θέλει εξίσου πολύ να είμαι καλά. Γι’ αυτό υποδύεται πρόθυμα το ρόλο του μεγάλου στοργικού αδελφού και αναλαμβάνει ολοκληρωτικά τον αδύναμο, αφελή και απροστάτευτο από τις Σειρήνες μικρό εαυτό του, γιατί έχει πλέον καταλάβει ότι τελικά δεν υπάρχει ανάμεσα στ’ αδέλφια του κανείς άλλος μπαμπάς ή μαμά σε αυτόν τον κόσμο που θα μπορούσε να πάρει αυτή τη θέση αντί αυτού, αφού αυτός είναι ο μόνος που βρίσκεται εκ φύσεως συνέχεια μαζί με τον εαυτό του και είναι ο μόνος που είναι σε θέση να ξέρει ακριβώς τι συμβαίνει μέσα του, τι αισθάνεται, τι σκέφτεται, τι τον απασχολεί, αρκεί βέβαια να φροντίζει να έχει τον Παρατηρητή[1] του σε συνεχή εγρήγορση.

Έρχονται, όμως, στιγμές που αναρωτιέται για ποιο λόγο, παρά αυτή τη συνειδητοποίηση, συνεχίζει κάθε τόσο να αντιστέκεται και να μην εκτελεί πρόθυμα την πνευματική άσκηση που του έχουν με τόσους ποικίλους και παραστατικούς τρόπους υποδείξει τα σοφά αδέλφια δάσκαλοί του, αν και ξέρει ότι είναι για το καλό του. Και απορεί για ποιο λόγο επιμένει να βρίσκει διάφορες εγκόσμιες δικαιολογίες, ότι δήθεν δεν έχει χρόνο, ή ότι είναι κουρασμένος, ότι πεινάει και άλλες. Η απάντηση είναι προφανής και ανάγεται, ως συνήθως, στην εκπαίδευση που έχει λάβει ο νους μου από την παιδική του ηλικία: επειδή όταν ήταν μικρός τον εκπαίδευσαν να πιστεύει πως αρκεί να είναι καλό παιδί και οι γονείς του θα φροντίσουν για όλα, τώρα που μεγάλωσε δεν έχει ακόμα καταφέρει να αποβάλει εντελώς αυτήν την παιδική αντίληψη, που σε ασυνείδητο επίπεδο συνεχίζει να λειτουργεί μέσα του και να καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την αναβλητική συμπεριφορά του σε ό,τι αφορά τα θέματα της φροντίδας του εαυτού του.

Παρατηρεί το πρόβλημα, χαμογελά με κατανόηση και επιείκεια και προχωρά στην υλοποίηση της νέας θέσης του αγνοώντας συνειδητά αυτήν την παλιά – και μάλιστα αρχέγονη[2] – εσωτερική ανάσχεση, η οποία συνεχίζει μεν να είναι υπαρκτή, έχει όμως χάσει την παλιά ισχύ της, επειδή έχει περάσει μέσα από το φίλτρο του Παρατηρητή και έχει βγει στο φως, με αποτέλεσμα να της έχει πλέον αφαιρεθεί εκείνη η υποχθόνια δύναμη που όριζε ασυνείδητα τις επιλογές του νου.

Υιοθετεί, λοιπόν, το μικρό ορφανό[3] εαυτό του και δεσμεύεται απέναντί του ότι θα κάνει πάντα ό,τι χρειάζεται για να τον βοηθά να γίνεται ολοένα και πιο αυτοδύναμος κι ευτυχισμένος.

Πρόκειται για μία εθελούσια δέσμευση άνευ όρων, η οποία ισχύει είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, είναι δε εξίσου δύσκολο, όμως ο νους είναι τώρα πεπεισμένος πως η δύναμη της συμπόνιας, της αγάπης και της συγκίνησης για την ανάγκη που έχει ο μικρός εαυτός του θα αποδειχθεί πιο ισχυρή από την αφηρημάδα που επιτρέπει για λίγη ώρα στη δύναμη της κάθε συνήθειας να του φανεί πιο σημαντική από τη δέσμευση αγάπης προς το μικρό εαυτό του.

Η θέση του νου απέναντι στο μικρό εαυτό του είναι ισοδύναμα ισχυρή όσο είναι η θέση του πιο στοργικού γονέα απέναντι στο παιδί του. Ο αφοσιωμένος γονέας, ο ταγμένος στη δόμηση ενός ελεύθερου ευτυχισμένου ανθρώπου, δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, είναι σε συνεχή εγρήγορση, φροντίζει ώστε όλα τα μηνύματα που λαμβάνει το παιδί του να είναι τέτοια που θα το προάγουν πνευματικά και δεν θα το οδηγούν σε λαθεμένες πεποιθήσεις, στη μιζέρια και στην αυτοσυρρίκνωση. Έτσι και ο νους μου τώρα αποφασίζει συνειδητά και υπεύθυνα να δίνει μόνο επιλεγμένη φυσική και πνευματική τροφή στο μικρό εαυτό του, στη σωστή ποσότητα και στην κατάλληλη χρονική στιγμή, χωρίς κανέναν απολύτως συμβιβασμό. Άνευ όρων δέσμευση σημαίνει ότι δε θέτει κανέναν όρο, δηλαδή παραβλέπει όλες του τις προτιμήσεις και αγνοεί εντελώς το συναίσθημα της τεμπελιάς και τους φόβους που αυτή υποκρύπτει, προκειμένου να προσφέρει το καλύτερο που μπορεί στο μικρό εαυτό του.

Όλα αυτά τα θετικά δεδομένα δεν ίσχυαν στο ξεκίνημα του πρώτου κύκλου εργασιών, όπου ο νους ήταν σε σύγχυση, σε άγνοια, δεν ήξερε τι θα πει συμπόνια, δεν είχε νιώσει ευσπλαχνία, μόνο την απαίτηση γνώριζε, τη χρησιμοθηρία, την αυτοκατάκριση και την απελπισία. Παρόλα αυτά, ο νους κατάφερε με όλες τις δυσκολίες να πραγματοποιήσει με υπομονή και επιμονή τους κατάλληλους ελιγμούς ανάμεσα στις έμμονες ιδέες και τις πεπαλαιωμένες πεποιθήσεις του, ώστε να φέρει σε πέρας όλα τα βήματα του πρώτου κύκλου, που τον οδήγησαν στη συμφιλίωση με τον εαυτό του.

Το κίνητρό του και όλη η πηγή της δύναμής του σε εκείνο το δύσκολο ξεκίνημα ήταν μόνο η απελπισία και η απόγνωση που ένιωθε κάτω από το ζυγό των εμμονών του. Αφού τότε, σκέφτεται, μέσα σε εκείνες τις αντίξοες συνθήκες, κατάφερε να προχωρήσει, είναι βέβαιο πως και τώρα, που τα πράγματα είναι πιο εύκολα και το έδαφος προετοιμασμένο, θα τα καταφέρει και πάλι. Άλλωστε, έχει ήδη αποδειχθεί ότι με τη δύναμη της συμπόνιας και της αγάπης βρίσκει ο νους όλη τη θέληση και την υπομονή που προϋποθέτει το πολύπλευρο και δαιδαλώδες έργο της εξυγίανσης του εαυτού του, το οποίο έχει πλέον αναλάβει εξολοκλήρου ο ίδιος.



[1] Ο Παρατηρητής του νου είναι ένας καλοκάγαθος και πολύ οξυδερκής συμπαθέστατος κύριος που, ενώ ενυπάρχει μέσα στο νου μου, συνήθως του αρέσει να κάθεται λίγο πιο πάνω από το κεφάλι, για να έχει καλύτερη θέα και για να μη ζαλίζεται από τις αναθυμιάσεις που υπάρχουν μέσα στον εγκέφαλο από τις αγωνίες, ώστε να μη χάνει την αντικειμενικότητα και την οξυδέρκειά του. Αυτός ο καλός κύριος, λοιπόν, είναι αφοσιωμένος στο να παρατηρεί αποστασιοποιημένα σώμα, συναίσθημα και νου, χωρίς να χρωματίζει ως θετικά ή αρνητικά τα όσα παρατηρεί και χωρίς να τα ενισχύει ή να τα καταστέλλει. Δίνει δε διαρκή και ακαριαία αναφορά στο νου για τα πάντα σε πραγματικό χρόνο ενώ συμβαίνουν, δεν του αποκρύπτει ποτέ καμία πληροφορία, όσο δυσάρεστη και αν είναι αυτή για το νου. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος που ο νους παλιότερα πολλές φορές έκανε πως δεν τον άκουγε, μα τώρα πια δεν προσποιείται τον κουφό, επειδή κατάλαβε ότι αυτή η σκοταδιστική τακτική του άφηνε το μικρό του εαυτό στο έρεβος της άγνοιας και της δυστυχίας.

[2] (αρχέγονη, επειδή το πρόβλημα της υπερπροστατευτικής τάσης των γονέων και της υπερβολικής και παρατεταμένης εξάρτησης των τέκνων από τους γεννήτορές τους είναι ένα φαινόμενο που κληρονομείται ως πατροπαράδοτη συνήθεια από γενιά σε γενιά και το ξεκίνημά του χάνεται στα βάθη των αιώνων)

[3] Ορφανός, επειδή, όπως είπαμε, όσο σωστούς και άξιους γονείς και αν είχε, αυτοί εκ φύσεως δεν ήτανε σε θέση να γνωρίζουνε το καθετί που συνέβαινε μέσα του και τον απασχολούσε. Συνεπώς, ο πολυετής λήθαργος του Παρατηρητή του νου, που λόγω της φυσικής του θέσης ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του ολοκληρωμένου γονέα, ισοδυναμούσε για μένα με ορφάνια, η δε αφύπνισή του αποτελεί υιοθεσία, που μου γεννά την ανείπωτη ανακούφιση που αισθάνεται το ορφανό παιδί όταν για πρώτη φορά περνά το κατώφλι της κατοικίας των καινούργιων θετών γονιών του, νιώθοντας την αυθεντική γονεϊκή θαλπωρή και αγάπη που είναι γι’ αυτό πρωτόγνωρη και την οποία έχει τόσο στερηθεί.

Μοιράσου το στα social media