Η  Πολιτεία της  Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.

Α10. Η ηθελημένη αναπαραγωγή της δυστυχίας και η Αλήθεια.

Έχοντας, λοιπόν, πεισθεί για την αναγκαιότητα να συνεχίσει την πορεία του με αμείωτο ρυθμό, ανασυντάσσει πάλι τις δυνάμεις του ο νους, σηκώνεται νωχελικά και προχωρά. Για να ξεμουδιάσει, χρειάζεται να κινηθεί, γι’ αυτό υπενθυμίζει λίγο στον εαυτό του πού είχε μείνει. Σκύβει και πάλι μέσα στην καρδιά, το τέλειο ηχείο, και μέσα στην ησυχία της πιάνει τον πρώτο «τυχαίο»[1] συνειρμό που αναδύεται από το παρελθόν.

Ακούει τη λέξη «αδικία» και σύντομα θυμάται τις φορές που τον έχουν αδικήσει αδέλφια «ανώριμα, εγωκεντρικά, κοντόφθαλμα, χωρίς συμπόνια»[2]. Θυμάται την οργή που είχε νιώσει κάθε φορά ξεχωριστά, τα μάτια του πώς πόναγαν βαθιά μέσα στις κόγχες, το λαρύγγι πώς σφιγγότανε και γέμιζε με πίκρα και, πάνω απ’ όλα, το θυμό για την αδυναμία του εαυτού που «τσίμπησε» και πάλι κι έπεσε στην παγίδα της οργής, της αυτολύπησης και της αυτομομφής.

Παίρνει μολύβι και χαρτί, σκαρώνει πρόχειρο πίνακα με στήλες και γραμμές και μέσα καταγράφει όσες αδικίες μπορεί τώρα να θυμηθεί που έγιναν σε βάρος του μέχρι τώρα μέσα στα χρόνια της τρέχουσας επίγειας ζωής του.

Κάθε γραμμή του πίνακα αναφέρεται σε ένα περιστατικό αδικίας. Στην πρώτη στήλη του πίνακα γράφει το όνομα εκείνου του αδελφού ή εκείνης της αδελφής που τον αδίκησε. Στη δεύτερη περιγράφει με ποιον ακριβώς τρόπο διεπράχθη η αδικία. Στην τρίτη πόσα χρήματα έχασε ή ποια άλλη υλική ή ηθική ζημιά προκάλεσε στο νου αυτή η αδικία. Στην τέταρτη πώς ένιωσε για τον άδικο αδελφό και τι εκδίκηση πήρε ή θέλησε να πάρει.

Στην πέμπτη στήλη γράφει αν το ξεπέρασε ή αν τον μισεί ακόμα και στην έκτη με αποφασιστικότητα υπερβαίνει τα οικεία όριά του και μπαίνει στον κόπο να βρεθεί νοερά στη θέση του αδελφού που τον αδίκησε και να καταλάβει ποια αλύτρωτη αγωνία του τον οδήγησε στην άδικη την πράξη, ώστε να κανανοήσει έτσι ο νους πως δεν υπήρχε τίποτα το προσωπικό εναντίον του και ότι απλά συνέβη να βρεθεί αυτός ως θύμα μπροστά σε κάποιον θύτη αδελφό που για δικούς του λόγους ψυχολογικούς ασυνείδητα έψαχνε για ένα θύμα, νομίζοντας πως θα λυτρώσει έτσι τις δικές του αγωνίες.

Είναι για το νου μία πηγαία έμπνευση της στιγμής η δημιουργία αυτού του πίνακα, μία έμπνευση που ξεπήδησε αυθόρμητα μέσα από τη βαθιά ανάγκη του για λύτρωση και που πολύ θα τον βοηθήσει, προσδοκά, να ξεκαθαρίσει μέσα του τα πράγματα, καθώς θα τα απλώσει όλα τακτικά και απροκάλυπτα επάνω στο χαρτί, μέσα σε τετραγωνάκια, που, θέλοντας και μη, δεν μπορούν να αφήσουν τίποτα κρυφό ή ασαφές.

Τα ομολογεί έτσι και πάλι ένα-ένα όλα τα δεινά, καθώς συνειδητά αναπαράγει μέσα του τα βάσανα και την απελπισία που έχει νιώσει σε όλες αυτές τις περιστάσεις. Και όσες φορές απ’ την αρχή ομολογεί, τόσες φορές βαθύτερη γίνεται η λύτρωσή του από της δυστυχίας τα πάθη.

Δεν την πιστεύει πια ο νους την επιπόλαιη αδελφή του, τη λογική, η οποία ανέκαθεν τη θεωρούσε ανούσια και περιττή ψυχική ταλαιπωρία τη συνειδητή αναπαραγωγή της δυστυχίας, επειδή προφανώς ξεχνούσε το στοιχειώδες αρχαίο ρητό που λέει ότι «επανάληψη μήτηρ μαθήσεως». Τώρα ο νους έχει σαφώς αντιληφθεί ότι άλλο «πληροφορούμαι» και άλλο «κατέχω» μία γνώση και γνωρίζει πλέον ότι η κατοχή της γνώσης μόνο μέσω της συνειδητής επανάληψης επιτυγχάνεται. Και η γνώση αυτή του είναι απαραίτητη για τη συνέχιση της πορείας του προς την ελευθερία, δεν είναι μια γνώση εγκυκλοπαιδική και αδιάφορη όπως άλλες, είναι η γνώση για τον ίδιο τον ιδρώτα, το αίμα και τα δάκρυα που έχει χύσει στη ζωή του, πάνω στον τυφλό αγώνα του για ευτυχία. Χωρίς αυτή τη γνώση, δε γίνεται να χυθεί φως μέσα του, δεν μπορεί να βρει τη χαρά, δεν γίνεται.

Δε φοβάται πια, δεν ντρέπεται να δηλώσει την αδυναμία του, δεν ανησυχεί για το τι θα σκεφτούν οι άλλοι, αν θα τον χαρακτηρίσουν ανεπαρκή και αδύναμο, δεν τον πειράζει πια που θα στεναχωρεθεί σαν πέσουν τα προσχήματα και δει μπροστά του καταγεγραμμένη μέσα στον πίνακα που έφτιαξε την καταφανή απόκλιση του πραγματικού εαυτού του από τα πρότυπα και τα ιδανικά του.

Μπορεί να μην έχει ακόμα απελευθερωθεί από της αδικίας την πίκρα, μα είναι ελεύθερος, τουλάχιστον, από αυτές τις προκαταλήψεις, που μόνο φοβίες γεννούσαν μέσα του και ψέμα. Λυτρώνει, έτσι, όλο το παρελθόν του ψέματος που έχει πει στον εαυτό του σε σχέση με τα όσα έχει νιώσει μες στα χρόνια για τις αδικίες που έχουν γίνει σε βάρος του, καθώς το φέρνει ολόκληρο στο φως το ψέμα με αγαλλίαση, «χωρίς φόβο και πάθος και δίχως να αποκρύψει κάτι», όπως δηλώνουν και οι μάρτυρες στα δικαστήρια, αυτόπτης μάρτυρας κι αυτός ειλικρινής, αυτήκοος και «αυτόβιος» της πονεμένης εσωτερικής του ιστορίας, δίνοντας έτσι τέλος λυτρωτικό στο μαρτύριο της μη παραδοχής, της μη ομολογίας παθών δεκαετιών από τη ζωή του.

Και με την απόσυρση των προσωπείων του εγώ, μένει γυμνή η ολόφωτη Αλήθεια, η αιθέρια καλλονή, η ανάλαφρη. Βλέπω το φωτεινό της πρόσωπο, που με κοιτά στα μάτια με αθώα παιδική χαρά μα και βαθιά σοφία. Δε διστάζω, αυτή δεν τη φοβάμαι όπως φοβόμουνα ως τώρα τις αδελφές γυναίκες μήπως με πονέσουν. Αυτήν την εμπιστεύομαι απόλυτα. Ούτε φοβάμαι μην παρεξηγηθεί με το θάρρος που θα πάρω, γιατί εκπέμπει μόνο αγάπη, διόλου εγωισμό.

Την πλησιάζω γοητευμένος από τη λάμψη των ματιών της και την καθαρότητα της αύρας της, την αγκαλιάζω με θεϊκή λατρεία, αφήνομαι μαζί της σε παιχνίδι θείο ερωτικό, κυλιόμαστε αγκαλιασμένοι σε ελεύθερο πεδίο ολόλευκο, χωρίς όρια και φραγμούς. Νιώθω μαζί της ελεύθερος, όπως δεν έχω νιώσει με γυναίκα. Γέλιο αυθόρμητο αναβλύζει από το στέρνο μου, κι απ’ το δικό της το ίδιο, γιορτάζουνε ταυτόχρονα τα κέντρα των δύο εαυτών μας.

Βαστάει ετούτο το αθώο ερωτικό παιχνίδι, το πηγαίο, το δίχως μύχιες σκέψεις και φοβίες, το αγαθό, αγνό και απονήρευτο, το ελεύθερο από την αγωνία της απόρριψης και το φόβο για την απώλεια του συντρόφου, το χωρίς ανάγκη επιβολής του ενός πάνω στον άλλο. Βαστάει όσο χρειαστεί, μέχρι να νιώσω πως θεραπεύτηκα, πως ξέχασα, πως σβήστηκαν από τη μνήμη μου οριστικά όλες οι τραυματικές και αγωνιώδεις εμπειρίες που είχε μέχρι τώρα ο νους μου από τις σχέσεις του με διάφορες γυναίκες. Η πανέμορφη Αλήθεια υπάρχει εκεί για μένα, όχι για τον εαυτό της. Δεν αποχωρεί από το παιχνίδι μας, δεν αποσύρεται, πριν τη διαβεβαιώσω πως, εντάξει, θεραπεύθηκα, μπορεί να φύγει τώρα, και όποτε την ξανακαλέσω, το ξέρω, εδώ θα είναι, πάντα διαθέσιμη για μένα.

Ξαλάφρωσα και χάρηκα, ερωτεύτηκα βαθιά, ελεύθερος από ένα βάρος που με είχε κάνει ψεύτικο, που με είχε μεταμορφώσει σε έναν υποκριτή, που δεν παραδεχόταν ο χαζός πως είχε μέσα του ετούτη την πανώρια κόρη, την Αλήθεια. Και αντί γι’ αυτήν έψαχνε έξω του με πείσμα και καημό να βρει δικαιοσύνη, ζητιανεύοντας ο αφελής αόμματος από πολύπαθα και φοβισμένα αδέλφια λίγη κατανόηση και συμπόνια, αγαθά που αυτά δε γνώριζαν, δεν είχαν, δεν κατείχαν, γιατί, όπως είπε και ο σοφός αδελφός μου δάσκαλος Χριστός[3], «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος».



[1] Όπως τίποτα δεν είναι τυχαίο μέσα στο σύμπαν, έτσι δεν είναι τυχαίος και ο συνειρμός που αναδύεται κάθε φορά από το παρελθόν και αντηχείται από το τέλειο καθάριο ηχείο της καρδιάς. Είναι πάντα αυτός που εκπροσωπεί καλύτερα εκείνα τα νήματα του δομημένου νοητικού ιστού που θίχθηκαν πιο πρόσφατα και πιο έντονα από τα άλλα.

[2] Ισχύει η ίδια μεταγενέστερη παρατήρηση που έκανα σε δύο σημεία του κεφαλαίου «Α4. Η αφορμή και η πραγματική αιτία του πόνου».

[3] Ακόμα και το Χριστό θέλω να τον θεωρώ αδελφό μου, αφού, όπως είπε και ο ίδιος, είναι Υιός του Θεού όπως είμαι κι εγώ. Αποφάσισα να ξεπεράσω την προκατάληψη που είχα μέσα μου ότι θα μπορούσα να θεωρηθώ αλαζόνας αν έκανα αυτή τη θεώρηση. Έχω την ανάγκη να νιώθω το Χριστό όχι σαν κάτι το μακρινό και άφθαστο, αλλά σαν ένα σοφό αδελφό, που βρίσκεται συνέχεια κοντά μου, μέσα μου, και με διδάσκει με το λόγο Του κι εγώ τον ακούω με ταπεινότητα. Και είμαι βέβαιος ότι και ο Χριστός έτσι ένιωθε όταν μιλούσε στον κόσμο ήσυχα, χαμηλόφωνα, χωρίς πομπώδεις φράσεις, χωρίς έπαρση, χωρίς να ανεβαίνει σε βάθρο για να ακουστεί, φυσικά, απλά και ταπεινά.

Μοιράσου το στα social media