Η  Πολιτεία της  Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.

Α4. Διαπιστώνω μία ενόχληση.

Για να ξεκινήσω την εργασία για τη συμφιλίωση με τις αδυναμίες του νου μου, χρειάζεται πρώτα να τις γνωρίσω καλά, να παρακολουθήσω τους συνειρμούς που γεννά μέσα στο νου ένα δυσάρεστο γεγονός, τις αγωνίες που πυροδοτούν αυτοί οι συνειρμοί, τον άμεσο αντίκτυπό τους πάνω και μέσα στο σώμα μου. Με άλλα λόγια, θα χρειαστεί να παρατηρήσω αποστασιοποιημένα την πορεία της αθέλητης προσωρινής ταύτισης ολόκληρής της ύπαρξής μου με το δυσάρεστο γεγονός και με τις σκέψεις που το ακολουθούν.

Τη στιγμή αυτής της ταύτισης ο νους ξεχνά όλα τα άλλα και προσηλώνεται εκατό τοις εκατό πάνω στο δυσάρεστο γεγονός. Όλα τα άλλα, όσο ευχάριστα και αν είναι, δεν είναι ικανά εκείνη τη στιγμή να του δώσουν καμία χαρά. Είναι σαν να μην υπάρχουν. Η ύπαρξή του ολόκληρη έχει αθέλητα, ψυχαναγκαστικά θα λέγαμε, ταυτιστεί εξολοκλήρου με αυτό που του προκαλεί ενόχληση, πόνο. Θα ‘θελε να μοίραζε την προσοχή του και σε άλλα, πιο ευχάριστα πράγματα εκείνη την ώρα, αλλά νιώθει ότι δεν μπορεί. Βρίσκεται σε κατάσταση καταληψίας τέτοιες στιγμές, είναι δηλαδή εντελώς κατειλημμένος, γεμισμένος, υπερπλήρης από το ένα δυσάρεστο γεγονός που του χαλάει όλη τη διάθεση. Όπως όταν πονάει πολύ το δόντι, που νιώθουμε απαίσια, βογκάμε, υποφέρουμε, χωρίς καθόλου να μας βοηθάει το γεγονός ότι ολόκληρο το υπόλοιπο σώμα είναι υγιέστατο.

Σήμερα, για παράδειγμα, έμαθα πως κάποιος αδελφός που μέχρι χθες δε γνώριζα αρνείται να μου πληρώσει μια οικονομική ζημιά που πρόσφατα μου προξένησε. Αυτός ο αδελφός τυχαίνει να είναι πολύ πιο πλούσιος (σε χρήματα) από μένα. Μόλις το έμαθα, με κατέκλυσε μεγάλη στεναχώρια, οργή, αίσθημα αδικίας, δίψα για εκδίκηση, συναισθήματα κάθε άλλο παρά αδελφικά.

Ο νους μου, που ανυποψίαστος βρισκότανε την ώρα εκείνη στον οικείο και ασφαλή κόσμο των ήπιων και δημιουργικών συλλογισμών του, μόλις έμαθε το νέο, ξέχασε ακαριαία όλα αυτά τα ωραία πράγματα που έκανε και που του γέμιζαν όμορφα τη ζωή του. Τα εγκατέλειψε απότομα, αν και του έκανε τόσο καλό η ενασχόληση μαζί τους, και ξαφνικά εκσφενδονίστηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα σαν αδέσποτη μπίλια μέσα σε φλιπεράκι. Άρχισε να προσκρούει στα εμπόδια δεξιά κι αριστερά, από τη μια αδιέξοδη και τραγική σκέψη στην άλλη, ψάχνοντας και μη καταφέρνοντας να βρει λύση κατά της κατάφωρης αδικίας που διέπρατταν σε βάρος του.

Μέσα σε απειροελάχιστο χρόνο, από εκεί που ήταν δημιουργικός, ήρεμος και ικανοποιημένος από τον εαυτό του, έγινε δυστυχισμένο έρμαιο των συνειρμών και των αλύτρωτων παλιών αγωνιών του που η λήθη δεν κατάφερε να σβήσει οριστικά. Ενώ μέχρι πριν λίγο ένιωθε ζεστά και όμορφα μέσα στο χώρο της δημιουργικής εργασίας του, τώρα ξαφνικά δεν τον χωρούσε ο τόπος. Έψαχνε εναγωνίως τη λύση, προσπαθούσε με καημό να πιαστεί από μία ιδέα που θα του ’φερνε τη λύτρωση, μάταια όμως. Και όποτε πλησίαζε στην αδηφάγο τρύπα που έχει κάθε φλιπεράκι ανάμεσα στους δύο αποκρουστήρες, αρνιόμουν να την καταπιώ την αδικία, πατούσα το κουμπί και τον επανεκσφενδόνιζα μέσα στο στίβο του βίαιου νοητικού ξυλοδαρμού. Κάποια στιγμή επήλθε η κόπωση, δεν πρόλαβα να πατήσω το κουμπί έγκαιρα και αποκαμωμένος κατάπια την μπίλια-αδικία.

Η πρώτη σκέψη ήταν «κρίμα, ζημιά μεγάλη», αμέσως ακολούθησε ο φόβος για το μέλλον, το σώμα λιποψύχησε, προς στιγμή μουδιάσανε χέρια και πόδια, δεν την αντέχει ο νους τη φτώχεια. Μετά η μαϊμού κρεμάστηκε από το πνιγηρό κλαδί της αδικίας, τα μάτια θέλανε να πεταχτούν έξω από τις κόγχες, ο λαιμός δέθηκε σε κόμπο πικρό και η καρδιά σφιγγόταν. Η αναπνοή έγινε γρήγορη, επιφανειακή, οι κτύποι της καρδιάς επιταχύνθηκαν.

Έπειτα παρέλασε ο πληγωμένος ανδρικός εγωισμός ο αποτυχημένος, που δεν αντέχει την ψυχολογική πίεση της αποτυχίας και θα ’θελε στο πιοτό και στο φαΐ τον πόνο του να σβήσει. Το στομάχι νόμισε ξάφνου πως πεινά. Μα ο νους το έχει παίξει για χρόνια το έργο της φυγής αυτού του είδους και τώρα πια από την πρώτη κιόλας μπουκιά χορταίνει και μπουκώνει. Εκεί πλακώσαν οι ενοχές για την κατάντια της αδυναμίας και σφίξαν το στομάχι, το δέσανε κόμπο και αυτό όπως η αδικία το λαιμό.

Ο νους συνέχισε την ξέφρενη πορεία του και βρήκε πρόσκαιρο καταφύγιο στο πείσμα, στην οργή και το θυμό. Ανέβασε αδρεναλίνη, φούσκωσε τα στήθη, κτύπησε τη γροθιά στο τραπέζι με δύναμη και φώναξε: «Ε, όχι, αυτό δε θα περάσει!». Με ιλιγγιώδη ταχύτητα άρχισε να καταστρώνει σχέδια για δικαστικούς αγώνες, τεκμήρια, αποδείξεις, δικηγόρους, μάρτυρες κι ένα σωρό ακόμα νήματα που πλέξανε από όλους τους ιστούς τον πιο βασανιστικό κι επίμονο, γιατί ετούτος ειδικά ο ιστός, στηριζόμενος στις αρχές της κοινώς αποδεκτής ανθρώπινης δικαιοσύνης, πίστευε ότι δίκαια υπάρχει.

Ένας έμμονος επαναλαμβανόμενος συνειρμός κτίστηκε και σκλάβωσε το νου μου, έκλεισε την καρδιά μου προς κάθε αδελφό, τίποτα δε μ’ ενδιέφερε εκτός από τη νίκη του εγώ κατά του οχτρού που νόμιζα ότι ήταν εκεί έξω.

Γρήγορα θυμήθηκα τον αδικοχαμένο χρόνο και απελπίστηκα. Τότε ο νους πέρασε σε αυτολύπηση, απόγνωση και ακόμη πιο μεγάλη απελπισία για το μέλλον, καθώς κατάλαβε καλά πως, άμα συνεχίσει έτσι, ούτε για την κατάκτηση της γυναίκας ούτε για την εξασφάλιση του χρυσού θα βρίσκει χρόνο, και δεν την μπορεί ο νους μια ζωή κατασπαταλημένη σε συνειρμούς αδιέξοδους, χωρίς καταξίωση και ασφάλεια και χωρίς όμορφο γέμισμα του χρόνου του με εξωγενείς χαρές και απολαύσεις. Τέτοια ζωή δεν την αντέχει, λέει.

Κάνοντας εγώ εδώ και τώρα ετούτη την αναδρομή στην αχαλίνωτη πορεία που ακολούθησε ο αφηνιασμένος νους μου πριν από λίγες ώρες με αφορμή ένα ποσό μικρότερο από το ατομικό μου εισόδημα δέκα ημερών, θαυμάζω την εφευρετικότητα και την επινοητικότητά του: μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά της ώρας διάνυσε πορεία περίπλοκη και πέρασε απ’ όλους τους σταθμούς που κατέγραψα πιο πάνω και άλλους τόσους, και ίσως και ακόμα πιο πολλούς, που αδυνατώ ή που δεν έχει νόημα τώρα στη μνήμη να ανασύρω. Αναλογίζομαι, αν δεν είχε τόσους φόβους κι έμμονες ιδέες, πόσο καλό θα μπορούσε να ’χε προσφέρει την ίδια ώρα σε πονεμένα αδέλφια που λέει πως αγαπά, αν αφιέρωνε σ’ αυτά όλη αυτήν την εξυπνάδα και την εφευρετικότητα.

Και να ’τανε μόνο μια φορά, πάει καλά. Η αλήθεια, όμως, είναι πως ο νους συχνά μες στην ημέρα υποτιμά το φως του ήλιου και τον καθαρό αέρα και χάνεται μέσα σε τέτοιους δαιδαλώδεις, δύσοσμους και ανήλιαγους εσωτερικούς διαδρόμους με ημίφως και πνιγηρό μπαγιάτικο αέρα, χάνοντας μαζί την ομορφιά και την ουσία της ζωής.

Λησμονά εντελώς αυτές τις ώρες τα πιο πολύτιμα από όλα τα αγαθά, που του παρέχονται εντελώς δωρεάν αν θελήσει να τα λάβει για να γεμίσει εδώ και τώρα με πλούτο, χαρά και ζεστασιά την πολύτιμη ζωή του. Τα αγαθά αυτά, διαθέσιμα κάθε στιγμή, αρκεί ο νους να τα επιλέξει, είναι η αδελφική συντροφική πορεία, η έμπρακτη αλληλεγγύη και η αγάπη, που είναι οι μόνες αξίες που του ’χουν δώσει αρκετές φορές στο παρελθόν βαθιά χαρά και άφθαρτη μέσα στο χρόνο, και όμως ακόμα τις ξεχνά κάθε φορά που ένα περιστατικό τον κάνει να εμπλέκεται ξανά μέσα στη δίνη των αλύτρωτων αγωνιών του και να ταυτίζεται ολοκληρωτικά μαζί τους.

Don’t explain; don’t complain.
You better remain plain.
In order to explain,
you need to exit from your pure plain self.
When you complain,
you commit a crime against your pure plain self.
Therefore, you better quit
both complaining and explaining.

Ελεύθερη Μετάφραση:

Μην εξηγείς, μην παραπονιέσαι.
Καλύτερα να παραμένεις απλός.
Προκειμένου να εξηγήσεις, αναγκάζεσαι να
εξέλθεις από την ηγεσία του απλού εαυτού σου.
Όταν παραπονιέσαι,
Παρατείνεις τον πόνο του απλού εαυτού σου.
Γι’ αυτό, καλύτερα να εγκαταλείψεις
και τα παράπονα και τις εξηγήσεις.

Μοιράσου το στα social media