Η  Πολιτεία της  Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.

Β21. Ο νους εγκαταλείπει τη δυστυχία των προγόνων μου.

Καθώς μελετούσε ο νους τις προσδοκίες, τις απαιτήσεις και τις αγωνίες του, του ήρθανε συνειρμικά οι γεννήτορές του, οι γονείς μου, που κι εκείνοι είχαν πολύ συχνά τις ίδιες προσδοκίες, απαιτήσεις και αγωνίες στη ζωή τους. Ένα μεγάλο μέρος από τις προσδοκίες τους που δεν κατάφεραν να ικανοποιήσουν οι ίδιοι το μετέφεραν συνειδητά ή ασυνείδητα στα παιδιά τους. Μαζί και τις απαιτήσεις τους.

Όπως είχαν μάθει να απαιτούν από τον εαυτό τους να είναι τέλειος για να ικανοποιεί τις προσδοκίες τους, έτσι συνήθισαν να απαιτούν και από μένα να είμαι απόλυτα συμβατός με τα πρότυπά τους, να μην κάνω λάθη και να έχω επιτυχίες σε όλους τους τομείς. Δηλαδή, όπως οι περισσότεροι γονείς στον κόσμο, χωρίς να το καταλαβαίνουν, με χρησιμοποιούσαν, νομίζοντας εσφαλμένα πως η δική μου τελειότητα και αρτιότητα θα τους έκανε πιο ευτυχισμένους από όσο κατάφεραν να κάνουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους.

Αυτή η στάση τους είχε σαν συνέπεια το σενάριο του εσωτερικού τους βίου να επαναληφθεί πανομοιότυπο και στη δική μου τη ζωή. Βλέποντας στα πρόσωπα των γονιών μου, που ήταν τα δύο κύρια πρότυπά μου, να ζωγραφίζεται, ενώ με νουθετούσαν, μεγάλη ελπίδα και αγωνία, εκπαιδεύτηκα κι εγώ να παίρνω τα πράγματα πάρα πολύ στα σοβαρά και να στεναχωριέμαι πάρα πολύ στις αποτυχίες μου και να απογοητεύομαι βαθιά όπως αυτοί, και να χαίρομαι υπέρμετρα για τις επιτυχίες μου και να υπερηφανεύομαι και να επιδεικνύομαι μέχρι ανοησίας.

Ο νους είδε τώρα αναδρομικά το πώς μιμούταν άκριτα τους αγχωμένους μου γονείς με τις διάφορες συμπεριφορές του που υποκινούνταν από προσδοκίες και απαιτήσεις που του είχαν μεταφέρει εκείνοι. Κατάλαβε ότι πρόκειται για μια απόλυτη και συνταρακτική αλήθεια:

Δεν υπάρχει προσδοκία, απαίτηση και αγωνία του που να μην την είχαν και οι γονείς του! Ο ίδιος ελάχιστα και σε αμελητέο μόνο βαθμό παράλλαξε τις δικές τους προσδοκίες, απαιτήσεις και αγωνίες.

Με άλλα λόγια, αν είχε την τύχη να ήταν οι γονείς του δύο φωτισμένοι σοφοί, θα είχε και αυτός εκπαιδευτεί να μη δίνει σημασία στις προσδοκίες και τις απαιτήσεις του και να μην αγωνιά για το αν θα εκπληρωθούν. Αυτή η διαπίστωση αποτελεί για το νου μία σημαντική και ελπιδοφόρα αποκάλυψη, γιατί του αποδεικνύει ότι:

Αυτό το ατελές πράγμα που είναι σήμερα δεν αποτελεί τη μία και μοναδική φύση του αλλά είναι μόνο το κομμάτι εκείνο της φύσης του που ενθαρρύνθηκε από το οικογενειακό περιβάλλον του να εκφραστεί.

Ο νους αναγνωρίζει την απόλυτη άγνοια των γονέων του και τους απαλλάσσει από οποιαδήποτε ευθύνη[1] δεν τους αποδίδει καμία ευθύνη. Στους δικούς τους γονείς οφείλεται και η διαμόρφωση των δικών τους χαρακτήρων. Ακριβώς τις ίδιες προσδοκίες, απαιτήσεις και αγωνίες είχαν και οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου και τα είχανε κληρονομήσει και εκείνοι όλα από τους δικούς τους γονείς. Συνεχίζοντας αυτόν τον αλυσιδωτό συλλογισμό από γενιά σε γενιά προγόνων ο νους καταλήγει στο λογικό συμπέρασμα πως όλο το κακό ανάγεται στο ζεύγος των πρωτοπλάστων.

Η πρωταρχική αιτία του κακού δεν εντοπίζεται σε αυτό καθαυτό το γεγονός ότι η Εύα έδωσε το μήλο στον Αδάμ και εκείνος το έφαγε – αυτό αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε, και το μήλο να μην ήταν, κάποια άλλη Σειρήνα θα βρισκόταν – αλλά στο γεγονός ότι ο δημιουργός τους φρόντισε για τους δικούς του άγνωστους λόγους να είναι τέτοια η φύση τους που να νομίζουν ότι υπάρχει ανεπάρκεια και γι’ αυτό το λόγο να μπαίνουν σε εγκόσμιους πειρασμούς και να υποκύπτουν. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα ευθύνης κανενός, όλοι ανεξαιρέτως οι πρόγονοί μου είναι άξιοι της συμπόνιας μου για τη δυστυχία τους και όχι της οργής μου για το κακό που μου έκαναν άθελά τους.

Εννοείται ότι ούτε ο φυσικός τους θάνατος δεν μπορεί να με απελευθερώσει, γιατί όλα τα κύτταρά μου δεν είναι παρά τα δύο πρώτα κύτταρα, το ωάριο της μητέρας μου και το σπερματοζωάριο του πατέρα μου, πολλαπλασιασμένα, και άρα φέρουν μέσα τους όλη την προσδοκία για ευτυχία των γονιών και κατ’ επέκταση με το ίδιο σκεπτικό και όλων των προγόνων μου, και ιδίως των αρσενικών, που λόγω φύλου είχανε τις ίδιες με μένα προσδοκίες. Όλα μου τα κύτταρα φωνάζουν με απελπισία τη δική τους κραυγή αγωνίας[2]:

«Πέτυχε όσα δεν πετύχαμε εμείς, βρες την ευτυχία που δε γνωρίσαμε, γίνε άξιος, μέσα στην κοινωνία να διακριθείς, να σε θαυμάσουν όλες οι γυναίκες που αδιαφόρησαν για εμάς, να σε λατρέψει ο κόσμος, να τον σώσεις. Τόλμησε όσα δεν τολμήσαμε εμείς, γεύσου τις χαρές που δεν τολμήσαμε ή δεν καταφέραμε να γευθούμε. Συσσώρευσε την αρετή που εμείς οι ξεροκέφαλοι αφήσαμε στην άκρη, γίνε άγιος σπλαχνικός, γίνε το καμάρι μας, θέλουμε πολύ να έχουμε να λέμε πως τελικά αποκτήσαμε και έναν άγιο στο σόι μας. Γίνε σπουδαίος, μη μείνεις στην αφάνεια και στη μετριότητα που μείναμε εμείς. Κάνε τα όλα αυτά για να μας δικαιώσεις, να μας λυτρώσεις, γιατί δεν έχουμε πεθάνει, ζούμε ακόμα μέσα σου και περιμένουμε, είμαστε εσύ, είμαστε τα κύτταρά σου. Έχεις χρέος να μας σώσεις, εμείς σου δώσαμε ζωή, εσύ δεν υπάρχεις χωρίς εμάς, οφείλεις να μας ανταποδώσεις τις θυσίες που κάναμε για σένα. Γίνε τέλειος, σοφός, αξιαγάπητος και ελεύθερος, καταξίωσέ μας για να μας σώσεις!».

Αυτό που έχει τώρα σημασία για το νου είναι να συγχωρήσει και με αγάπη να εγκαταλείψει τις προσδοκίες των προγόνων του, να παραιτηθεί από τις απαιτήσεις τους και να απελευθερωθεί από τις αγωνίες τους που σαν δαγκάνες τον κρατούν συνέχεια δεμένο στις ίδιες γνώριμες έμμονες, ψυχαναγκαστικές, βασανιστικές και αυτοαναπαραγόμενες ιδέες. Με πολλή αγάπη και κατανόηση ξεκινά την εργασία της παραίτησης από αυτήν την επιβαρυντική εσωτερική κληρονομιά, που είναι αποτυπωμένη μέσα στα κύτταρά του και διαρκώς φωνάζει.

Στην εργασία του αυτή θα δοκιμάσει διάφορες μεθόδους: Αρχικά, εστιάζεται στο κέντρο του εαυτού του και αποσύρεται εκεί. Κάθε φορά που ξεπροβάλλει ξανά μια βασανιστική σκέψη αναγνωρίζει πως αυτή προέρχεται από τους προγόνους του και τινάζει το κορμί μου για όση ώρα χρειαστεί, μέχρι να την αποτινάξει, όπως κάνουνε οι σκύλοι μόλις βγουν απ’ το νερό. Άλλοτε πάλι την κομματιάζει μέσα στο κεφάλι μου τρίβοντάς το δυνατά και με τα δυο του χέρια, τη θρυμματίζει νοερά σε κονιορτό από κόκκους απειροστών διαστάσεων, που εύκολα απορροφώνται από το αίμα, διυλίζονται από τα νεφρά και αποβάλλονται από τα ούρα και τον ιδρώτα σαν τοξίνη. Και άλλοτε την καίει μέσα στον εγκέφαλό μου με το φως του ήλιου του εσώτερου και το αίμα παίρνει το προϊόν της καύσης της, τη στάχτη, τη μεταφέρει στις κυψελίδες των πνευμόνων, από όπου αυτή εκπνέεται με τη φυσική ανταλλαγή αερίων που συμβαίνει κατά την αναπνοή.

Ο νους διαπιστώνει ότι όλα τα κύτταρά μου είναι εμποτισμένα, βεβαρυμένα, δηλητηριασμένα από την πηχτή, γλοιώδη και κολλώδη ουσία της ανεκπλήρωτης προσδοκίας και σκληρυμένα από τις θρυμματισμένες κοτρόνες των ανικανοποίητων απαιτήσεων που κληρονόμησα από τους προγόνους μου και που με την κόλλα και το βάρος τους δε μου επιτρέπουν να πετάξω από χαρά, να ελευθερωθώ, να παίξω σαν ανέμελο μικρό παιδί με τα αδέλφια μου μέσα στο θαυμαστό ετούτο κόσμο.

Βλέπει ο νους την άσχημη αυτή κατάσταση και την άδικη κατασπατάληση του δώρου της ζωής και με συμπόνια φέρνει μια απειροελάχιστη ποσότητα από το λευκό, διάφανο, κρυστάλλινο κοσμικό φως δισεκατομμυρίων αστέρων του σύμπαντος μέσα στο κεφάλι, το αφήνει να χυθεί σε όλο μου το σώμα, δίχως να ξεχάσει σπιθαμή, και το αφήνει να κάψει τη σκληράδα, να τη λιώσει, και να διαλύσει την πηχτή γλοιώδη ουσία. Αυτή αρχίζει έτσι να γίνεται όλο και πιο αραιή, και συνεχίζει ο νους να στέλνει το κοσμικό φως των αστέρων σε όλα μου τα κύτταρα, μέχρι που η πηχτή ουσία αραιώνεται τόσο πολύ που είναι σαν να μην υπάρχει. Απομένει μόνο η μηδαμινή μη ανιχνεύσιμη ποσότητα που είναι απαραίτητη για να είναι το κορμί μου μπολιασμένο με την παλιά κολλώδη γλίτσα της προσδοκίας και την τραχιά σκληρή θρομβώδη άμμο των απαιτήσεων, ώστε να πάθει ανοσία και να μην αρρωσταίνει ξανά όποτε αυτές επανεμφανίζονται με τη μορφή σκέψεων και συναισθημάτων.

Ενώ τρέχω μέσα στο δάσος, αφήνω το σώμα ελεύθερο, σαν παράλυτα τα πόδια και τα χέρια, να κινείται όπως οι μαριονέτες επάνω στη θεατρική σκηνή. Κάθε δρασκελιά μεταδίδει έτσι ανεμπόδιστα την κίνησή της σε όλο το χαλαρό κορμί μου. Αυτό βοηθά πολύ το νου στο έργο του, γιατί κάθε νέα δόνηση που προέρχεται από τα πόδια προκαλεί ένα κύμα που μεταδίδεται σε ολόκληρο το σώμα ανεμπόδιστα και παίρνει μαζί του κομμάτια από την κρούστα τη σπασμένη και την πηχτή ουσία τη διαλυμένη και τα συμπαρασέρνει μέχρι τη Μητέρα Γη. Μέσα στη Γη το κύμα σβήνει και αφήνει πάνω της τα άχρηστα απόβλητα του παρελθόντος ολόκληρου του γενεαλογικού μου δέντρου.

Και εκείνη, η Μητέρα Γη, απείρων διαστάσεων μήτρα συμπονετική, φίλτρο τέλειο της φύσης, τα παίρνει μέσα της με αγάπη, τα συγχωρεί και τα χωνεύει, τα αφομοιώνει εντελώς και τα μετουσιώνει, τα κάνει πάλι χώμα, πέτρα και νερό, χωρίς ανθρώπινο φορτίο σκέψεων και δυστυχίας γενεών, ακριβώς με τον ίδιο τέλειο τρόπο που αφομοιώνει και τα τοξικά απόβλητα με υλική υπόσταση που της εναποθέτει ο άνθρωπος με τη βιομηχανική παραγωγή του και τα μεταμορφώνει με τους μαγικούς φυσικοχημικούς μηχανισμούς της εκ νέου σε υγεία και ζωή.

Και το ξέπλυμα με νερό βοηθά πολύ, είτε στη θάλασσα είτε με το ντους μέσα στην μπανιέρα. Το κρύο νερό με την ορμή του παρασύρει και ξεπλένει τα περιττώματα από το δέρμα και το νου, ανοίγει τους πόρους και μου χαρίζει ζωντάνια και ευεξία.

Αυτόν τον κόσμο τον καλό

Αυτόν τον κόσμο τον καλό
τον χιλιομπαλωμένο
βρε ράβε ξήλωνε ράβε ξήλωνε
δουλειά δουλειά δουλειά να μη σου λείπει

Αυτόν τον κόσμο τον καλό
άλλοι τον είχαν πρώτα
βρε γέλα φίλε μου γέλα φίλε μου
δεν είναι δεν είναι δεν είναι και για λύπη

Αυτόν τον κόσμο τον καλό
σ’ εμάς τον παραδώσανε
βρε τρέχα φίλε μου τρέχα φίλε μου
και μη και μη και μη βαριά το παίρνεις

Αυτόν τον κόσμο τον καλό
άλλοι τον καρτεράνε
βρε σκέψου φίλε μου σκέψου φίλε μου
την ώρα την ώρα την ώρα που θα φεύγεις

Στίχοι: Βασίλης Ανδρεόπουλος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης



[1] Ποιος είμαι εγώ που θα κρίνω και θα απαλλάξω τους γονείς μου από την ευθύνη; Δεν θεωρώ ότι είχαν ποτέ καμία ευθύνη, άρα είναι άστοχο να νομίζω ότι πέφτει λόγος σε μένα ή σε κάποιον άλλο να τους απαλλάξει από αυτήν. Αναγνωρίζω ότι και αυτοί, όπως όλοι μας, έκαναν τα λάθη τους λόγω άγνοιας και λόγω εσωτερικών ψυχολογικών πιέσεων και όχι από κακή πρόθεση. Έτσι, απλά παύω να αποδίδω ευθύνες εκεί που δεν υπάρχουν μόνο και μόνο για να μεταθέσω σε άλλους τη δική μου ευθύνη για τα προβλήματά μου (που στο κάτω-κάτω ούτε και αυτή υπάρχει, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που δεν υπάρχει και η ευθύνη των γονέων μου).

[2] Αυτά με δίδαξε με την «Ασκητική» του ο πονεμένος σοφός αδελφός Νίκος Καζαντζάκης και τον ευχαριστώ θερμά, γιατί μου έδειξε πως ο αποπνιχτικός ιστός του νου μου δεν είναι αποκλειστικά δικό μου δημιούργημα, και αυτό μου προσέφερε μεγάλη ανακούφιση. Μάλιστα, για την ιστορία αναφέρω ότι η «Ασκητική» ήταν το έναυσμα που μού έδωσε την αρχική έμπνευση για να ξεκινήσω τη συγγραφή της «Πολιτείας της Λευτεριάς» μου. Γι’ αυτό και το ύφος της γραφής μου έχει σε κάποια σημεία επιρροές από το δικό του τρόπο έκφρασης.

Μοιράσου το στα social media