Η  Πολιτεία της  Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.

Β9. Για ποιο λόγο έχω έρθει στη ζωή;

«Για ποιο λόγο, τέλος πάντων, έχω έρθει στη ζωή;» συλλογιέται ο ανεμοδαρμένος νους. «Για να με δέρνουν οι άνεμοι της προσδοκίας και της αγωνίας καθώς αγωνίζομαι να πιάσω όλους τους στόχους που έχω εκπαιδευτεί να θέτω νομίζοντας πως με την εκπλήρωσή τους θα ευτυχήσω; Ή μήπως θα ήτανε καλύτερα να αναλογιστώ τι να προσδοκούσε άραγε από ετούτη τη γήινη ζωή πριν έρθει σε αυτόν τον κόσμο η ψυχή μου; Αν βρω την απάντηση σε αυτό το επίμαχο ερώτημα, δε θα έχω παρά να υπενθυμίζω κάθε τόσο στον εαυτό μου τον πραγματικό λόγο για τον οποίο βρίσκομαι εδώ, ώστε να μην παρεκκλίνω και να μην καταναλώνομαι άδικα σε έγνοιες και φροντίδες εντελώς άσχετες από τον αληθινό προορισμό μου.

«Σίγουρα κάποιος πολύ σημαντικός λόγος θα πρέπει να υπήρχε για να θελήσει η ψυχή μου να αφήσει την αδιατάρακτη γαλήνη του άυλου κόσμου της και να ’ρθει μες στην κόλαση αυτού εδώ του υλικού κόσμου, όπου υπάρχουν χιλιάδες λόγοι για είναι κανείς δυστυχισμένος. Κάτι πολύ σημαντικό θα ήθελε να επιτελέσει εδώ, δε θα έκανε ποτέ τέτοια κουτουράδα ν’ αφήσει τον παράδεισο για λόγο ασήμαντο, από απλή ιδιοτροπία. Η ψυχή μου δεν είναι άμυαλη, καμιά ψυχή δεν είναι. Τουλάχιστον, όσο παραμένουν χωρίς ενσάρκωση, έχουν όλες οι ψυχές έμφυτη γνώση και σύνεση, σίγουρα δεν κάνουν ενέργειες από άμυαλη παρόρμηση, αφού δεν έχουν σώμα να τις τρελαίνει με τις ασταμάτητες απαιτήσεις του. Αξίζει, λοιπόν, να ερευνήσω το κίνητρό της, τον υγιή και σώφρονα λόγο που την έσπρωξε να ’ρθεί σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο με τις αμέτρητες αιτίες για δυστυχία.

«Ένα είναι το σίγουρο, πως η ψυχή δε γνώριζε ούτε τους γονείς μου ούτε τους φίλους, τους γνωστούς μου, ούτε κανένα από τ’ αδέλφια με τα οποία ‘έτυχε’ να συμπέσω χωροχρονικά σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Άρα, προφανώς δεν αποφάσισε να ενσαρκωθεί στη σημερινή μορφή μου για να την κάνει αρεστή σε όλους αυτούς τους αγνώστους, αφού εξάλλου ούτε καν αυτή η ίδια η μορφή μου δεν υπήρχε τότε ακόμα. Σίγουρα, λοιπόν, δεν την ενδιέφερε να κάνει αρεστό κάτι που ακόμα δεν υπήρχε – και που φυσικά ακόμα δεν είχε ταυτιστεί με αυτό – σε κάποιους που δε γνώριζε ή που και αυτοί ούτε καν υπήρχαν τότε ακόμα. Συνεπώς, μάλλον άδικα παλεύω μια ζωή για την καταξίωση και την έγκριση από τον κόσμο, αφού προφανώς ο λόγος που ήρθα στη ζωή δεν ήταν η επιθυμία της ψυχής μου να με αγαπήσουν, να με αναγνωρίσουν και να με θαυμάσουν για την ‘ωραία μου εμφάνιση και το υπέροχο πνεύμα μου’ όλοι αυτοί οι άγνωστοι αδελφοί. Ένα το κρατούμενο.

«Επίσης, εκεί όπου βρισκόταν τότε ακόμα η ψυχή δεν είχε σώμα, άρα δεν είχε ούτε σωματικές ανάγκες. Δεν αγωνιούσε για τροφή, στέγη, ένδυση. Ούτε χρειαζόταν αυτοκίνητο για να μετακινηθεί. Δεν είχε ανάγκη για διακοπές, αφού στον άυλο παράδεισο οι διακοπές είναι άγνωστη λέξη. Να διακόψεις τον παράδεισο, για να πας πού; Στον πιο παράδεισο; Άρα, ούτε είχε ανάγκη για λεφτά, ούτε και για κανένα από τα εγκόσμια αγαθά που η ιδέα και μόνο πως θα τα στερηθώ με γεμίζει ανασφάλεια. Προφανώς, λοιπόν, και εδώ είχα αστοχήσει τόσα χρόνια και αδίκως αγωνιούσα.

«Ούτε ο φόβος της ερωτικής απογοήτευσης υπήρχε για τη χωρίς σώμα ψυχή μου, όχι τόσο επειδή δεν είχε σώμα που να χρειάζεται τη σεξουαλική επαφή, μα περισσότερο επειδή, μη έχοντας σώμα αυτή και όλες οι αδελφές ψυχές του παραδείσου, μπορούσαν ανενόχλητες να είναι διάχυτες και να εισχωρούν η μία μέσα στην άλλη, χωρίς φόβο και πάθος, χωρίς αναστολές και παρεξηγήσεις, χωρίς ένα βουνό αμφίδρομα αιτήματα και απαιτήσεις για μεταγενέστερες εξασφαλίσεις μετά την ερωτική συνεύρεση και χωρίς την ακόρεστη ανάγκη που ζούμε εδώ στη Γη οι άνθρωποι με μορφή να μας αποδέχεται διαρκώς το άλλο φύλο, αφού πιο μεγάλη αποδοχή από το διαρκές δικαίωμα να εισχωρείς μέσα στον άλλο δεν μπορεί, φαντάζομαι, να υπάρξει. Με λίγα λόγια, ούτε ο έρωτας της έλειπε, αφού ο έρωτας ήταν η ίδια της η φύση, άρα σίγουρα δεν ήρθε η ψυχή μου εδώ στη Γη για να χαρεί τον έρωτα που από μικρό με μάθανε πως είναι το κύριο νόημα της ζωής και η μεγαλύτερη απόλαυση που υπάρχει και πως χωρίς την αποδοχή εκ μέρους του άλλου φύλου δεν αποδεικνύεις ότι αξίζεις και άρα είσαι ένας άχρηστος και αξιολύπητος κακομοίρης.

«Μα τότε τι της έλειπε; Γιατί έκανε την κίνηση να μπει μέσα στην ασφυκτικά στενή μήτρα της μητέρας μου, αν όλα εκεί ήταν τέλεια και απλόχερα δοσμένα και δεν υπήρχε στέρηση καμιά; Για κάποιο λόγο άγνωστο, που μόνον ο Δημιουργός του σύμπαντος γνωρίζει, ήταν αναγκαίο, φαίνεται, να εκπαιδευτεί, ώστε να μάθει να νιώθει ελεύθερη κι ευτυχισμένη όχι μόνο όταν τα δώρα της ελευθερίας και της ευτυχίας τής χαρίζονται από την ίδια την άυλή της φύση, μα και όταν η φύση της αυτή εγκλωβίζεται σε σάρκα και σε νου με χίλιες δυο πραγματικές κι επίπλαστες ανάγκες και σκοτούρες.

«Δεν έχω άλλη εξήγηση: η φύση μου ήρθε σε αυτόν εδώ τον κόσμο το σκληρό όχι από μαζοχισμό μα επειδή ήταν αναγκαίο και το ήθελε να περάσει μέσα από την κόλαση, για να ελευθερωθεί πραγματικά, ώστε να μην μπορεί πια ποτέ κανείς και τίποτα να την αποσπάσει από την πραγματική πεμπτουσία της ύπαρξής της, που είναι η Ελευθερία. Ήθελε, δηλαδή, η ψυχή μου όχι να βρει την ευτυχία, αφού την είχε ήδη, μα να την κερδίσει ‘με το σπαθί της’, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση γήινη και εμπόλεμη, που σίγουρα καθόλου δεν ταιριάζει στον αιθέριο και ειρηνικό τρόπο με τον οποίο ένιωθε και σκεφτόταν τότε η άυλη ψυχή μου. Το ζητούμενο, πάντως, είναι να καταλάβω ότι η ψυχή μου ήρθε εδώ στη Γη τη δύσκολη και αντίξοη, επειδή δεν ήθελε μια ευτυχία που δεν της αξίζει[1] χαρισμένη και όχι εδραιωμένη, γιατί τέτοια ευτυχία ατεκμηρίωτη είναι χαζοχαρούμενη, δε στηρίζεται σε βαθιά σοφία και γνώση, άρα δεν πείθει, δε μεταδίδεται στις αδελφές ψυχές.

«Και στην ψυχή μου, που προφανώς η φύση της ταυτίζεται με τη φύση του Δημιουργού του σύμπαντος που είναι η Αγάπη, δεν άρεσε να παραμένει με τρόπο στείρο και άγονο ελεύθερη κι ευτυχισμένη. Ήθελε να αποκτήσει βαθιά επίγνωση της ευτυχίας και της ελευθερίας της, ώστε να μπορεί να σπέρνει ετούτα τα πολύτιμα αγαθά μέσα σε όλες τις αδελφές ψυχές του κόσμου και να τα μοιράζεται μαζί τους, για να έχει χαρά και ουσία η ζωή της. Γι’ αυτή, λοιπόν, την επίγνωση, νομίζω, ήρθε στον υλικό κόσμο, για να την κατακτήσει μέσα από τους πόνους του περιορισμένου σώματος και τις τραγελαφικές αγωνίες του νου, ώστε να εμπεδώσει την ελευθερία της και να είναι σε θέση να τη μοιράζεται καλύτερα με όλα της τ’ αδέλφια. Ο απώτερος σκοπός της ήταν να ταυτίσει την ύπαρξή της με τη μία και μοναδική αληθινή της φύση, εκείνη που τη γέννησε και που μέσα σ’ εκείνην αιώνια ζει, που δεν είναι άλλη από την Αγάπη, τη μία και μοναδική αρχέγονη γενεσιουργό αιτία και συνεκτική ουσία ολόκληρου του σύμπαντος».

Αυτά συμπέρανε ο νους και στη συνέχεια κατανόησε πως η γνώση επιτυγχάνεται απλά και μόνο μέσα από τις εμπειρίες, που κάποια στιγμή επιφέρουν κορεσμό, οπότε τότε ανάβει κάπου μέσα του το φως της συνειδητοποίησης. Μετά έρχονται και άλλες εμπειρίες, που και αυτές οδηγούν στην επόμενη επίγνωση, και ούτω καθεξής. Ο κορεσμός από την πλάνη και η συνειδητοποίηση της αλήθειας έρχονται πάντα στην ώρα τους. Όμως, ποτέ δεν ξέρεις από πριν ποια θα είναι αυτή η ώρα, επειδή δεν είσαι σε θέση να γνωρίζεις πόσο βαθιά πεποίθηση σού έχει γίνει η πλάνη.

«Άρα, η αποστολή μου είναι απλά και μόνο να υπάρχω», διαπιστώνει ανακουφισμένος τώρα ο νους, «και, καθώς υπάρχω, καταλαμβάνω χώρο, προκαλώ κίνηση, εγγραφές, εντυπώσεις, σε μένα και στα αδέλφια μου, και όλα αυτά είναι για όλους μας εμπειρίες με απώτερο σκοπό τη γνώση που οδηγεί στην ανάδυση της εσωτερικής ελευθερίας. Άδικα, λοιπόν, κατηγορούσα τόσα χρόνια τον εαυτό μου για την ατολμία και την οκνηρία του που με κράταγαν κολλημένο στα ίδια και στα ίδια, αφού η εξήγηση ήταν ότι πολύ απλά δεν είχε ακόμα επέλθει το σημείο κορεσμού από τις Σειρήνες που με έθελγαν και με τράβαγαν κοντά τους.

«Ούτε και τώρα έχουν πάψει να με γοητεύουν κάποιες από τις Σειρήνες και όχι σπάνια με παρασέρνουν. Δεν έχω παρά να το παρατηρώ και να περιμένω πότε θα επέλθει μέσα μου και γι’ αυτές ο κορεσμός. Στο μεταξύ, απλά ας προσέχω να μην το παρακάνω και πέφτω στην αγκαλιά τους για παραπάνω χρόνο από όσο αντέχω να απέχω από το κέντρο του εαυτού μου χωρίς να αρρωσταίνω, ώστε να μη σπαταλιέμαι άδικα και κτίζω με τη συνήθεια της στεναχώριας ένα δυστυχισμένο μέλλον. Γιατί η περιττή χρονική μετάθεση της απελευθέρωσης είναι δυστυχία άχρηστη, που μπορεί με λίγη προσοχή να αποφευχθεί».



[1] Μεταγενέστερη παρατήρηση: Άλλη μια έκφραση γήινη και εμπόλεμη που, όπως και η προηγούμενη, έτσι και αυτή σίγουρα καθόλου δεν συνάδει με τον αιθέριο και ειρηνικό τρόπο που ένιωθε και σκεφτόταν τότε η άυλη ψυχή μου και που την έγραψε προφανώς ο νους μου παρασυρμένος από τον εξαναγκαστικό τρόπο σκέψης που έχει υιοθετήσει εδώ στη Γη «τη δύσκολη και αντίξοη». Αφαίρεσα αυτήν την άτοπη και αταίριαστη έκφραση στη φάση των τελικών διορθώσεων του κειμένου και την αντικατέστησα με το ειρηνικό και αναίμακτο «χαρισμένη και όχι εδραιωμένη».

Μοιράσου το στα social media