Η Πολιτεία της Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.
Α24. Ο αθωωμένος νους επαναπαύεται ή δρα;
Κι εκεί που απολαμβάνει την ανάλαφρη αύρα της αθώωσης, μια σκέψη ανασύρεται από το στοκ των παλιών εγγραφών και τον κλονίζει. Θυμάται φωνές γνωστών κι αγνώστων αδελφών που έχει ακούσει μες στα χρόνια, φωνές καχύποπτες και επικριτικές, που υποψιάζονταν και μέμφονταν με επιχειρηματολογία ακλόνητη όσους αποποιούνται τις ευθύνες τους. Φωνές που πίστεψε τότε ο νους και τον έκαναν να υποσχεθεί στον εαυτό του πως αυτός δε θα το κάνει αυτό το λάθος, θα είναι υπεύθυνος πολίτης, δε θα ρίχνει στους άλλους τις ευθύνες ούτε στη δήθεν άδική του τύχη.
Φοβάται τώρα ο νους μήπως η αθώωση δεν ήταν παρά ένα φθηνό κόλπο του εγώ, για να μη νιώθει ένοχο για όσα κακά έχει κάνει. Δε θέλει να γίνει σαν κάποιους «ανόητους», όπως τους χαρακτηρίζει, αδελφούς που στρουθοκαμηλίζουν, γιατί γνωρίζει πως αυτή η οδός δεν οδηγεί στη λευτεριά. Θέλει να είναι απ’ αυτούς που είναι «άντρες», λέει, με παντελόνια και που αντέχουν την αλήθεια. Αυτήν την εικόνα τού έχουν μάθει αυστηρά να έχει σαν ιδανικό για τον εαυτό του, όχι την εικόνα του φοβιτσιάρη ευθυνόφοβου που συνέχεια ψάχνει για υπεκφυγές και δικαιολογίες.
Από την άλλη, σκέφτεται, τόση γαλήνη και χαρά που ένιωσε πριν λίγο, δεν μπορεί, σίγουρα θα έχει μέσα της κάτι το αυθεντικό. Γιατί, όποτε έχει πει φθηνά ψέματα για δικαιολογίες, κάτι τον έτρωγε στο στομάχι του μετά, και όλο σφιγγόταν. Σίγουρα, λοιπόν, δεν είναι αυτή η τωρινή περίπτωση. Μα τότε, πού βρίσκεται η αλήθεια;
Εμβαθύνει λίγο ακόμα και αφουγκράζεται τον εαυτό του, για να ακούσει το βαθύτερό του κίνητρο. Νιώθει ξανά την εσωτερική ανάγκη που τον έσπρωξε στην αθώωση του εαυτού του, θυμάται το συνοδευτικό συναίσθημα που είχε στο ξεκίνημα αυτής της εργασίας και το συγκρίνει με το συναίσθημα που είχε στο παρελθόν κάθε φορά που έψαχνε για δικαιολογίες. Βρίσκει, πράγματι, μεγάλη διαφορά. Για την ακρίβεια, είναι εκ διαμέτρου αντίθετα.
Ετούτη τη φορά το κίνητρό του ήταν η απόφαση να κάνει ένα ακόμα σθεναρό βήμα προς την κατάκτηση της ελευθερίας. Το κινητήριο και συνοδευτικό συναίσθημά του ήταν η κούραση και η απόγνωση από τα δεσμά της σκλαβιάς της αντίστασης τόσων ετών που δεν τον άφηνε να ακολουθεί χαρούμενα και απλά τις οδηγίες των αδελφών δασκάλων που είχε διαβάσει και ακούσει και που είχε δει να εφαρμόζονται από άλλους αδελφούς, δασκάλων μαθητές, με τόση επιτυχία στην πράξη. Η απόγνωση αυτή είχε πλέον μεταμορφωθεί σε εκείνο το ατόφιο είδος αποφασιστικότητας που δε λογαριάζει εσωτερικά κατεστημένα και συνήθειες. Αλλιώς δε θα ‘χε μπει ο νους στον κόπο να τολμήσει τη ριζοσπαστική αθώωση, που εναντιωνόταν στις πεποιθήσεις ενοχών μίας ζωής.
Αντίθετα, στις άλλες περιπτώσεις, όπου κυριαρχούσε η ευθυνοφοβία και η μετάθεση των ευθυνών σε άλλους αδελφούς, γεγονότα ή καταστάσεις, το κίνητρό του ήταν ξεκάθαρα η εσωτερική αντίσταση, η τεμπελιά και η άρνηση να παραδεχτεί και να ομολογήσει τις ευθύνες του, γιατί πραγματικά βαριόταν, δεν ήθελε και αρνιόταν να αλλάξει νοοτροπία, και ας του προκαλούσε ανία και πόνο ο γνώριμος παλιός τρόπος σκέψης. Και τα συνοδευτικά συμπτώματα ήταν το γνώριμο ενοχικό σφίξιμο στο στομάχι, ένα διάχυτο αίσθημα ανικανοποίητου μέσα στο σώμα και στο νου και άλλα τέτοια μίζερα πράγματα.
Με αυτή τη διαπίστωση ησύχασε και πάλι ο νους, του έφυγε η ανησυχία μήπως κοροϊδεύει τον εαυτό του, γιατί ξεκαθάρισε μέσα του ότι το κίνητρό του πίσω από την αθώωση του εαυτού του ετούτη τη φορά ήταν η φλογερή επιθυμία του για ανεμπόδιστη περαιτέρω δράση, για απρόσκοπτη συνέχιση της πορείας του στην ατραπό της λευτεριάς, και όχι η επανάπαυση επάνω σ’ ένα ψέμα. Άρα, βεβαιώθηκε ότι πραγματικά η πρόθεσή του είναι να χρησιμοποιήσει την αθώωση όχι ως πλαστό προκαταβολικό συγχωροχάρτι για την ασύδοτη επανάληψη των ίδιων λαθών στο μέλλον, αλλά απλά και μόνο σαν μια δικλείδα συμφιλίωσης με τον εαυτό του, η οποία είναι άλλωστε πέρα για πέρα υπαρκτή και αληθινή, αφού η άγνοιά του, που ήταν η αιτία των λαθών του στα πρώτα χρόνια της ζωής του, ήταν απόλυτα πραγματική και αναμφισβήτητη.
