Η  Πολιτεία της  Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.

Α27. Τα παλιά χειρόγραφα του πόνου.

Ακολουθούν αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα από παλιά χειρόγραφα, γραμμένα πριν από δύο χρόνια, στην πρώτη συστηματική προσπάθεια που έκανε τότε ο νους μου να παραδεχτεί με τόλμη και ειλικρίνεια όλο τον πόνο της ζωής του, να τον ομολογήσει, να τον αποδεχθεί και να μάθει να ζει μαζί του εν ειρήνη, για να ησυχάσει μέσα στην εγκαρτέρηση.

«Έχω πονέσει πολύ στη ζωή μου και αυτός ο πόνος έχει συσσωρευθεί. Σήμερα έχω πια ‘ξεχάσει’ τι με πόνεσε, ή τουλάχιστον δεν το θυμάμαι στην καθημερινότητα, όμως όλα όσα με πόνεσαν υπάρχουν μέσα μου και άθελά μου καθορίζουν τη στάση μου προς τη ζωή. Λες και οι αποτυχίες του παρελθόντος ζητούν εναγώνια να βρουν λύτρωση μέσα στην κατάκτηση του θαυμασμού των γυναικών ή της οικονομικής ευμάρειας ή της ευγνωμοσύνης των ανθρώπων που βοηθώ ή ενός αγαλμάτινου σώματος ή περίπλοκων εγκεφαλικών επιτευγμάτων στο πεδίο της ύλης ή ποιος ξέρει μέσα σε ποια άλλη κατάκτηση. Πολύ αγωνία έχει αυτό το μονοπάτι, άσε που δε με λυτρώνει τελικά….

«Η λύση για όλα αυτά είναι να μου αφιερώσω όσο χρόνο χρειάζομαι, για να καταγράψω όλα όσα με έχουν πονέσει στη ζωή μου, να αφουγκραστώ βαθιά, με απέραντη υπομονή, αποδοχή και αγάπη, τον πληγωμένο μου εγωισμό, να γνωρίσω σε βάθος αυτό το παιδί που καταπιέστηκε από το περιβάλλον του, πόνεσε, και γι’ αυτό μετά καταπίεζε τον εαυτό του, για να μην ξαναπονέσει. Μέχρι όλη αυτή η αυτοκαταπίεση να βγει πάνω στο χαρτί, να βγει στο φως, να απλοποιηθεί μέσα μου, ας μη σταματήσω να εργάζομαι.

«Το quick-fix ως μέθοδος απέτυχε παταγωδώς: Σκέτη η θεώρηση ότι όλα είναι καλά, ότι ο Θεός με αγκαλιάζει και άλλα τέτοια, με βοηθά μόνο για λίγες ώρες ή μέρες, και μόνο με την προϋπόθεση ότι ο Θεός δίνει εισόδημα από πωλήσεις στην εμπορική επιχείρησή μου για να καταλαγιάζει το φόβο μου για το μέλλον. Μόλις ο Θεός μού στερεί αυτό το εγκόσμιο αγαθό, ο φόβος και ο πόνος πάλι ξεπηδούν, αλύτρωτοι όπως πρώτα.

«Κοιμήθηκα γλυκά, πολύ γλυκά. Είναι γλυκιά η αίσθηση που αφήνει ο παλιός αναδυόμενος πόνος, όταν βγαίνει στο φως για να λυτρωθεί, συνειδητά. Κοιμήθηκα σαν πουλάκι, για την ακρίβεια. Καλό αυτό, θα το κρατήσω, να το θυμάμαι, όποτε βαριέμαι να κάτσω να γράψω για τον πόνο που έχω ζήσει στα διάφορα δρώμενα της σαραντάχρονης ζωής μου.

«Όταν ήμουν είκοσι χρόνων, ξυπνούσα έντρομος μέσα στη νύκτα, καθώς έβλεπα ότι δεν ‘τραβάω’ στις σπουδές που είχα διαλέξει. Έντρομος, γιατί με έπιανε μεγάλος φόβος για το μέλλον μου. ‘Τι θα απογίνω;’, σκεφτόμουν. Πολύ δύσκολη φάνταζε η ζωή μπροστά μου. ‘Πώς θα επιζήσω; Τίποτα δεν ξέρω να κάνω. Πώς θα βγάζω λεφτά για να ζω καλά; Πώς θα κάνω οικογένεια;’ Πανικός! Απελπισία μ’ έπιανε. Θυμάμαι, μια απ’ αυτές τις φορές στο εξοχικό μας, ξύπνησα μέσα στη νύκτα κι ένιωθα πάρα πολύ άσχημα, πραγματική απελπισία.

«Έβαλα τα κλάματα, έκλαψα δυνατά, γοερά, με λυγμούς και αναφιλητά, για ώρα. Φοβερός πόνος, απόγνωση, αδιέξοδο. Τι θα απογίνω; Μου φαινότανε βουνό το περίπλοκο οικοδόμημα που είχαν στήσει οι ‘μεγάλοι’, δηλαδή οι ενήλικες, στων οποίων το σκληρό, αντίξοο, ανταγωνιστικό κόσμο ήμουν υποχρεωμένος να μπω τώρα κι εγώ, ένα άβγαλτο παιδί. Ένιωθα φοβερή πίεση, ότι έπρεπε να ενταχθώ σε κάτι που ήταν πολύ πιο πάνω από τις δυνάμεις και τις ικανότητές μου! Δεν το άντεχα αυτό! ‘Μέχρι χθες ήμουν παιδί, χωρίς ευθύνες, κάποιος δεν τα κανόνισε καλά, δε στέκει, είναι παράλογο, δε μου τα ’χανε πει αυτά, κάποιος μου απέκρυψε την αλήθεια και εξαιτίας του τώρα είμαι ανέτοιμος!’.

«Δεν ήθελα να αναλάβω τον εαυτό μου. Θα το ’θελα πολύ να μπορούσα, αλήθεια, μα ήμουν σίγουρος ότι ήμουν ανίκανος να το κάνω. ‘Συμφορά μου! Αδιέξοδο! Η μόνη λύση είναι να αγωνιστώ’, σκεφτόμουν, και ό,τι γίνει. Μα ένιωθα πως δεν είχα ψυχικά αποθέματα. Είχα περάσει μια εφηβεία πολύ συρρικνωμένη, μέσα στην απόρριψη, τις φυγές, την απομόνωση, καθόλου ανθηρή. Δεν πίστευα καθόλου στον εαυτό μου. Ήμουν μακριά νυχτωμένος, βουτηγμένος στα κόμπλεξ και στους φόβους μου. ‘Τι μου ζητιέται τώρα ξαφνικά, Θεέ μου! Παράλογο! Άδικο! Αφήστε με ήσυχο! Θέλω να ξαναγίνω παιδί! Θέλω να με θεωρείτε παιδί! Θέλω να με αναλάβετε εσείς, όπως παλιά!’.

«Αναβλητικότητα στο να κλείσω την τηλεόραση και να αρχίσω να μελετάω τα μαθήματά μου: Θεέ μου, σε τι πεδίο μάχης μετατρέπονταν ο εγκέφαλος, ο λαιμός, το στήθος και το στομάχι μου! Πώς μπορούσα να ζω έτσι;»

«Και όχι μόνο ένα ή δύο απογεύματα, αλλά δεκάδες, εκατοντάδες απογεύματα τα πέρασα έτσι στη μαθητική και φοιτητική μου σταδιοδρομία. Τι εθισμός ήταν αυτός, Θεέ μου! Η ενοχή πήγαινε σύννεφο! Είχα εθισθεί στο συναίσθημα της ενοχής. Αυτό είναι νεύρωση. Ποιότητα ζωής μηδέν. Για χρόνια…

«Καθόμουν, λοιπόν, στον καναπέ, θυμάμαι, και έβλεπα ό,τι σαβούρα υπήρχε στην τηλεόραση. Τα πρώτα λεπτά έπεφτα με ενθουσιασμό πάνω της, βλέποντάς τη σαν κάτι το συναρπαστικά ενδιαφέρον, που θα ‘εξιτάρει’ το νου μου και θα μου χαρίσει όμορφη ένταση, συναρπαστικές εμπειρίες. Τη στιγμή εκείνη ασυνείδητα διέγραφα εντελώς από τη σκέψη μου το καθήκον μου να μελετήσω ή να κάνω ό,τι άλλο ήταν να κάνω και απέκλεια τον εαυτό μου από οτιδήποτε άλλο εκτός από την τηλεόραση. Οποιαδήποτε ενόχληση από άνθρωπο με ενοχλούσε ιδιαίτερα.

«Τον ενθουσιασμό των πρώτων λεπτών σύντομα ακολουθούσαν οι ενοχές, οι οποίες μείωναν με την έντασή τους κατά πάρα πολύ την ποσότητα χαράς που απομυζούσα από την τηλεθέαση. Με το που έρχονταν οι σκέψεις ενοχών, ένιωθα τη χαρακτηριστική δυσάρεστη ενόχληση στο στομάχι. Οι σκέψεις προχωρούσαν και έκαναν τον εξής επώδυνο κύκλο: Μου θύμιζαν πόσο πολλή δουλειά έχω και ότι πρέπει να σηκωθώ και να κλείσω την τηλεόραση τώρα αμέσως και ποιες θα είναι οι συνέπειες αν δεν το κάνω, π.χ.: ‘Θα με σηκώσει αύριο ο καθηγητής και δε θα ξέρω το μάθημά μου’. Ή, ακόμα πιο τραγικά: ‘Δε θα πάρω απολυτήριο λυκείου, δε θα βρίσκω δουλειά, δε θα έχω λεφτά, είμαι ένας άχρηστος, καταδικασμένος στην ανέχεια, για μια ζωή χωρίς δουλειά, άρα χωρίς λεφτά, χωρίς σπίτι, χωρίς γυναίκα και χωρίς καμιά χαρά. Ακόμα κι αν κλείσω τώρα την τηλεόραση, σιγά μη βρω το κουράγιο να πάω να διαβάσω, τόσο αδύναμο χαρακτήρα που έχω, πάλι για βόλτες και τάβλι θα πάω με τους αργόσχολους φίλους μου. Αλλά ακόμα κι αν δείξω εγκράτεια για δυο-τρεις μέρες, πάλι μετά θα ξαναρχίσω τις φυγές, πρέπει να το πάρω απόφαση, δεν έχω καθόλου δύναμη θελήσεως, η υποτροπή – και μάλιστα διαρκείας – είναι πάντα βέβαιη. Άρα, τι να σηκωθώ τώρα από την τηλεόραση, τι κι αν καταφέρω να ανταποκριθώ στο καθήκον μου για δυο μέρες, μια τρύπα στο νερό θα έχω κάνει όπως τόσες φορές. Μόλις φύγει το δάχτυλο από το νερό, η τρύπα κλείνει ακαριαία. Το νερό, που εδώ συμβολίζει τη μαλθακότητά και την αδράνειά μου, παίρνει αμέσως πίσω το χώρο που είχε καταλάβει το δάχτυλό μου. Είναι τραγικό, νιώθω απελπισία, με πνίγει το αδιέξοδο, αλλά δυστυχώς είναι πλέον αδιαμφισβήτητη αλήθεια: Μετά από τόσα χρόνια αναβλητικότητας και φυγών σε πρόσκαιρες απολαύσεις, το ξέρω πια σίγουρα: Είμαι καταδικασμένος να είμαι ένας μέτριος, άφραγκος, άτολμος, δυστυχισμένος άνθρωπος, που δε θα χαρεί τίποτα στη ζωή του. Εδώ, σ’ αυτόν τον καναπέ θα σαπίσω’».

Μοιράσου το στα social media