Η  Πολιτεία της  Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.

Α28. Ο νους συγκινείται από τον παλιό μου πόνο.

Πολλές μέρες αργότερα, ώρα πέντε το πρωί…

Έχει θυμώσει ο νους μου που τόσες μέρες, αντί να εστιαστώ στο περαιτέρω κτίσιμο της Πολιτείας της Λευτεριάς, κυνηγούσα πρόχειρες χαρές και αναζητούσα διαρκώς υπεκφυγές για να αποφύγω την εργασία. Έχει θυμώσει ακόμα περισσότερο που για πολλοστή φορά έκανα το λάθος να φάω αργά χθες βράδυ πολύ παγωτό με κέικ σοκολάτα και ξύπνησα μέσα στη νύχτα βαρυστομαχιασμένος. Θυμήσου, νου, σε παρακαλώ, πως είμαι αθώος γι’ αυτή μου τη βλακεία και μη θυμώνεις.

Θυμάται, πράγματι, ο νους την πρόσφατη σύλληψή του, την αθώωση λόγω άγνοιας του πονεμένου παιδιού του παρελθόντος που ζει ακόμα μέσα μου. Θυμάται τις αρνητικές επιρροές του περιβάλλοντός του, που μαζί με την εξαρτημένη φύση του ήτανε τότε οι μόνοι δάσκαλοί του. Αντιλαμβάνεται και κατανοεί πως το παιδί αυτό εξαιτίας των συνθηκών δε μεγάλωσε ποτέ, και ας έχει πάρει όψη ενήλικα, και ας έχει τόσες εξωτερικές επιτυχίες στο ενεργητικό του.

Αναρωτιέται, λοιπόν, ο νους για ποιο λόγο έφαγα χθες βράδυ τόση σοκολάτα, αν και ήξερα καλά εκ πείρας την αναπόφευκτη δυσφορία που θα μου προκαλούσε μες στον ύπνο μου αυτή η πράξη. Η απάντηση είναι προφανής: το παλιό συναισθηματικό κενό, που από μικρό με έκανε να ψάχνω μάταια δεξιά κι αριστερά χαρές να το γεμίσω, χαρές που ήταν άσχετες με το πρόβλημα και φυσικά ως εκ τούτου πάντα αποτύγχαναν ως λύσεις. Έχω σαγηνευθεί από πάμπολλες Σειρήνες, έχω ξοδέψει αμέτρητα χρήματα, χρόνο και ενέργεια στο κυνήγι τους. Μα το κενό παρέμενε το ίδιο.

Γιατί η αιτία του κενού ήτανε μέσα μου και καμιά εξωτερική ικανοποίηση αισθήσεων και εγωισμού (απόκτημα και κατάκτηση) δεν ήταν από τη φύση της σε θέση να το αναπληρώσει. Γνωρίζει ο νους πως από μικρός που ήμουν κανείς δε με δίδαξε να βρίσκω το κέντρο του εαυτού μου και να στρογγυλοκάθομαι για λίγο μέσα εκεί, να ησυχάζω, ικανοποιημένος απλά και μόνο από το γεγονός της ύπαρξής μου. Όλοι με δίδασκαν, τόσο με τα λόγια τους όσο και με το παράδειγμά τους, συνέχεια να τρέχω έξω, για να αποδεικνύω ότι αξίζω.

Γνωρίζει ο νους, επίσης, πως αντιστεκόμουνα στην υποχρεωτική εργασία του σχολείου και έμαθα έτσι να απεχθάνομαι και να αναβάλλω μέχρις εσχάτων ορίων κάθε εργασία, όπως άλλωστε κάνουν πολλά από τα αδέλφια ελληνόπουλα, ασυναίσθητοι δάσκαλοί μου που άκριτα μιμήθηκα άθελά μου. Άρα, συμπεραίνει εύκολα και εκ του ασφαλούς ο νους πως είμαι αθώος, και για τη νέα διακοπή των εργασιών ανέγερσης της Πολιτείας της Λευτεριάς, αλλά και για το φθηνό υποκατάστατο χαράς που μάταια κι επιπόλαια αναζήτησα χθες βράδυ μέσα στο παγωτό με κέικ σοκολάτα.

Προχωρά, μάλιστα, ένα ακόμα βήμα, καθώς θυμάται την αγωνία και την κατασπατάληση ευκαιριών για κτίσιμο βαθιάς εσώτερης χαράς που έχει περάσει αυτό το απαίδευτο παιδί όλα αυτά τα χρόνια. Βλέπει στα μάτια του την προσδοκία για λύτρωση στο άκουσμα της εκάστοτε Σειρήνας, είτε ήταν γυναίκα, είτε ήταν κοινωνική καταξίωση, επαγγελματική επιτυχία, οικονομικό όφελος, δικαίωση, ωραίο γεύμα, επιτραπέζιο παιχνίδι, συναρπαστικό θέαμα και τόσα άλλα. Τον συγκινεί η προσδοκία του πονεμένου παιδιού για ελεύθερη χαρά, μια προσδοκία που ζωγραφίζεται ξεκάθαρα στα μάτια του, στη λάμψη του ενθουσιασμού τους, στη ζωηρή ελπίδα για λύτρωση με τη βοήθεια της εκάστοτε Σειρήνας που ξαφνικά εμπιστεύεται και εναποθέτει πάνω της με παιδιάστικη αφέλεια όλες του τις ελπίδες.

Τον συγκινεί μετά και το βλέμμα της απογοήτευσής του που ακολουθούσε μετά από κάθε ενασχόληση, κατάκτηση ή απόκτημα, όταν το παιδί διαπίστωνε πως και πάλι το κενό είναι εκεί, επειδή συνέχιζε να είναι ανικανοποίητο από τον εαυτό του, συνέχιζε να είναι εξαρτημένο από την ύπαρξη εξωτερικών χαροποιών βοηθημάτων. Τον συγκινεί, τέλος, και το επακόλουθο βλέμμα της θλίψης για τις αποτυχίες του και της οργής για τις αδικίες που υπέστη όλα αυτά τα χρόνια.

Συγκινείται ο νους από την αγωνία και τον πόνο που έχω βιώσει από μικρό παιδί μέχρι σήμερα στη μάταιη προσπάθειά μου να βρω γρήγορο τρόπο να καλύψω μια για πάντα το εσωτερικό κενό μου. Με βλέπει όπως θα έβλεπε έναν άγνωστο κατατρεγμένο αδελφό στο δρόμο, σαν τρίτος, παρατηρητής βαθιά μέσα του αμέτοχος στον πόνο μα συμπονετικός, και λέει: «Κρίμα, γιατί να υποφέρει τόσο αυτό το παιδί χωρίς αιτία; Αφού η λύση υπάρχει μέσα του, κρίμα να μην τη βλέπει, και ακόμα πιο κρίμα να την έχει δει και να μην την εφαρμόζει και να ταλαιπωριέται ακόμα».

Και λέγοντας αυτά ο νους, τού γεννιέται πηγαία η ανάγκη να βοηθήσει και αποφασίζει να κάνει κάτι. Δεσμεύεται να βρει τον τρόπο να οδηγήσει το κατατρεγμένο παιδί στο δρόμο της εστίασης στο κέντρο του εαυτού του, ώστε να μάθει να είναι ικανοποιημένο απλά και μόνο από την ίδια του την ύπαρξη, από το άσβεστο πυρ το εσώτερο, χωρίς ακόρεστο άστοχο κυνήγι εξώτερων και εκ πρώτης όψεως συναρπαστικών πυρών, που στο τέλος μόνο την απογοήτευση επιτείνουν και όλη τους η λάμψη σβήνει. Ο νους έχει βαθιά εισχωρήσει μέσα στο χώρο της καρδιάς και πάλλεται μαζί της από συμπόνια γι’ αυτό το παιδί. Συμπόνια δυναμική και αποφασιστική ετούτη τη φορά, όχι αυτολύπηση παθητική όπως παλιά, που τον έριχνε ακόμα πιο βαθιά στης δυστυχίας το βούρκο.

Θυμάται ο νους ένα ποίημα του μεγάλου άρχοντα της ανθρωπιάς, του αδελφού Μπέρτολτ Μπρεχτ, που τον παρότρυνε να δείξει συμπόνια και όχι καταφρόνια για την άπορη ανήλικη και ανύπαντρη μητέρα που στην απόγνωσή της έπνιξε μια νύχτα το μωρό της που με το κλάμα του την κρατούσε ξάγρυπνη μερόνυχτα[1]. Είχε τότε συγκινηθεί ο νους, όπως του έχει συμβεί και για πολλά ακόμα δυστυχισμένα αδέλφια. Ήρθε τώρα, επιτέλους, ο καιρός να συγκινηθεί και από την πονεμένη ιστορία του ίδιου του εαυτού του και να τον συμπονέσει για πρώτη φορά, σαν να ήταν όχι ο εαυτός του μα κάποιος άλλος δυστυχισμένος αδελφός αυτός που του ομολογεί τον πόνο του.



[1] Πηγή: taadelfia.blogspot.com:
Μαρία Φαράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,
ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,
λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου
εσκότωσε το παιδί της ως εξής:
Σ’ ένα κατώι –λέει–, σαν ήταν δυο μηνών,
να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως-όπως,
με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.
Πόνεσε, λέει, πολύ – όμως χαμένος κόπος.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.
Σεις, που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα
και “ευλογημένος”, λέτε, “της κοιλίας μου ο καρπός”,
μη ρίχτε στους αδύναμους το ανάθεμα.
Βαρύ ήταν το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.

Μπέρτολτ Μπρεχτ.

Μοιράσου το στα social media