Η Πολιτεία της Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.
Α33. Ο νους αποδέχεται τον εαυτό του όπως είναι.
Λίγες βραδιές αργότερα…
«Αυτός είμαι, έχω το δικαίωμα να είμαι τέτοιος που να μη μου αρέσω», λέει ο νους τα τελευταία εικοσιτετράωρα αρκετές φορές τη μέρα και αφήνει το κορμί μου χαλαρό, και ας γίνεται μέσα του ή γύρω του χαλασμός Κυρίου. Ο νους έμαθε να χαλαρώνει μες στην κόλαση, έμαθε να αποσύρει την έμμονη ιδέα του παραδείσου, και έτσι ησύχασε. Τώρα που έχει κατανοήσει και συγχωρήσει τον εαυτό του, δεν απαιτεί απ’ αυτόν να κάνει ή να μην κάνει τίποτα. Του επιτρέπει να έχει τις συνηθισμένες αγωνίες του για τα εγκόσμια, δεν περνά σε απόγνωση με την απειθαρχία του.
Τα ανεκπλήρωτα πρότυπα έχουν χάσει την κυριαρχική δύναμή τους, δεν τον καταπιέζουν όπως πρώτα. Δε βιάζεται να ησυχάσει για να νιώσει καλά. Προτιμά να νιώθει καλά, ενώ είναι ανήσυχος. Μοιάζει να έχει συμφιλιωθεί με την ατελή φύση του, που έχει αποτυπωμένη στα γονίδιά της πολλή ταραχή και σύγχυση κληρονομημένη από τους ανήσυχους και ανασφαλείς προγόνους του.
Του φαίνεται τώρα κωμικό και παράλογο συνάμα, αν και είναι τόσο πραγματικό όσο η ίδια η ζωή του, το να θυμώνει επειδή κάποιος του έθιξε το εγώ. «Πριν μια στιγμή ήμουν ήρεμος, πώς μπορεί η ενοχλητική συμπεριφορά ενός αδελφού να με ταράξει και να με κάνει να ξεχάσω την ηρεμία μου; Γιατί να δίνω με την επιρρέπειά μου τόση ισχύ σε κάτι τόσο ανίσχυρο όσο είναι μια πρόσκαιρη προσβολή που εκτοξεύεται στιγμιαία εναντίον μου από κάποιον που – παρατηρημένο – λίγες στιγμές αργότερα θα έχει ξεχάσει τι μου είπε και θα έχει καταπιαστεί με κάτι άλλο, αν φυσικά δεν δώσω εγώ συνέχεια και δεν του απαντήσω;
«Έχω το δικαίωμα να μην απαντώ στις προκλήσεις του έξω κόσμου. Επιτέλους, μου αναγνωρίζω το δικαίωμα να ορίζω εγώ πότε θα δράσω, πότε θα αντιδράσω και πότε θα παραμείνω αδρανής. Δεν έχω την υποχρέωση να ανταποκρίνομαι σε λόγια, προσβολές, ερωτήσεις που έρχονται από τον έξω κόσμο. Δεν έχω καν την υποχρέωση να απαντώ σε σκέψεις, φόβους, αγωνίες που γεννιούνται στο μέσα κόσμο! Είχα, έχω και θα έχω τη δυνατότητα επιλογής να απαντώ ή να μην απαντώ κατά την κρίση μου και ανάλογα με τη διάθεσή μου, τους στόχους μου, τις προτεραιότητές μου και τους κάθε είδους προσωπικούς προσανατολισμούς μου.
«Και λέγοντας ‘να μην απαντώ’ δεν εννοώ, φυσικά, μόνο με λόγια. Εννοώ και με σκέψεις, συναισθήματα και πράξεις και με κάθε άλλο τρόπο που θα μπορούσε να με μετατοπίσει από την εσωτερική κατάσταση που έχω συνειδητά επιλέξει την ώρα εκείνη για τον εαυτό μου, τον οποίο σέβομαι, εκτιμώ και φροντίζω αρκετά ώστε να μην τον ταράζω χωρίς σοβαρό λόγο.
«Είναι πολύ πιο καλά έτσι. Νιώθω πολύ πιο ήσυχος. Αφήνω το κελάρυσμα του χρόνου να ρέει μέσα μου και αφοσιώνομαι σε αυτό, αγνοώντας τα βράχια της ακτής. Αν και εφόσον το θελήσω, θα ασχοληθώ μαζί τους, και μόνο αν μου επικυρωθεί στο βαθύτερο κέντρο της ύπαρξής μου ότι αξίζει να τους αφιερώσω την ενέργεια που μου ζητιέται.
«Είμαι τώρα βέβαιος ότι και όλοι οι Άγιοι που έχω γνωρίσει ή έχω διαβάσει για τη ζωή τους με τον ίδιο απλό, απαλό και ελεύθερο τρόπο συμμετείχαν στη ζωή, εργάζονταν παίζοντας μέσα στον κόσμο και προσέφεραν με την καρδιά τους τον καλύτερο εαυτό τους οπουδήποτε υπήρχε ανάγκη, χωρίς κάτι να τους αγγίζει βαθιά μέσα τους και να τους ανησυχεί.
«Ένα είναι βέβαιο και το ομολογώ: πως τη στιγμή που ξεπροβάλλουν μπροστά μου τα βράχια της ακτής, η ψυχική ένταση που μου προκαλούν μου αφαιρεί την ψυχραιμία και τη διάκριση που χρειάζομαι για να κρίνω αν αξίζουν να τους αφιερώσω ενέργεια. Γι’ αυτό, ειρηνικά αγνοώ την ταραχή που μου προξενούν τα βράχια και τα αφήνω να περνούν, να μένουν πίσω καθώς τα προσπερνώ, και εγκαταλείπομαι με εμπιστοσύνη στο γαλήνιο κελάρυσμα του χρόνου, που έχω ορίσει ως μοναδικό και διαχρονικό, αιώνιο οδηγό μου.
«Γιατί δεν ξεχνώ πως ο χρόνος που μου δίνεται είναι αυτό το ίδιο το υπέρτατο δώρο της ζωής, που το σέβομαι, το υπακούω και δεν το σπαταλώ ούτε στιγμή και για κανένα λόγο, όσο σημαντικός και αν φαντάζει αυτός ο λόγος μέσα στη σύγχυση που μου γεννά η αρχέγονη, προπατορική ψευδαίσθηση της ανεπάρκειας. Έχω χρόνο, επειδή μου έχει δοθεί το δώρο της ζωής. Η ζωή είναι ευκαιρία για γνώση, ελευθερία, χαρά, παιχνίδι. Ο χρόνος που μου δίνεται είναι και αυτός ευκαιρία για γνώση, ελευθερία, χαρά, παιχνίδι. Άρα ο χρόνος μου είναι η ζωή μου και η ζωή μου είναι ο χρόνος μου. Τα δύο αυτά αγαθά ταυτίζονται για μένα απόλυτα. Γι’ αυτό, σέβομαι, φροντίζω, αξιοποιώ το χρόνο μου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με αφοσίωση, σαν το πιο πολύτιμο δώρο που μου έχει δοθεί, γιατί είναι πολύτιμος όσο η ίδια μου η ζωή, αφού ο χρόνος μου είναι η ζωή μου».
Είναι χρήσιμο εδώ να εξηγήσω για ποιο λόγο πιστεύω ότι αυτή η ψευδαίσθηση της ανεπάρκειας που διακατέχει το νου μου είναι αρχέγονη και προπατορική: επειδή υποθέτω ότι είναι ακριβώς η ίδια ψευδαίσθηση της ανεπάρκειας που γέννησε στον Αδάμ την περιέργεια να δει ποια παραπάνω χαρά κρύβεται μέσα στην απόλαυση του απαγορευμένου καρπού, αν και ζούσε ήδη στον παράδεισο και απολάμβανε όλες τις χαρές του. Φαίνεται, λοιπόν, πως η ψευδαίσθηση της ανεπάρκειας γεννούσε αγωνίες σε όλα μου τ’ αδέλφια-προγόνους, αφού δέσποζε μέσα στο νου ακόμα και του πιο παλιού από όλα μου τ’ αδέλφια, του Αδάμ, που υπέκυψε αμαχητί στον πειρασμό που του πρόβαλε η αδελφή του η Εύα λέγοντάς του πως υπάρχει μέσα σε ένα μήλο η δυνατότητα για ακόμα πιο πλούσια παραδείσια χαρά ακόμα και από τη χαρά που ήδη ζούσαν μέσα στον ίδιο τον παράδεισο!
Έτσι, ο Αδάμ υπέπεσε στο ονομαζόμενο «προπατορικό αμάρτημα». Η ίδια η λέξη «αμάρτημα» μαρτυρά την ψευδαίσθηση της ανεπάρκειας, της μη πληρότητας: «αμαρτία» σημαίνει «αν μη άρτιος», δηλαδή η λέξη «αμαρτία» αρχικά δεν είχε την ηθική έννοια που εσφαλμένα τής προσέδωσαν αργότερα οι φόβοι μας και η κακή θρησκευτική μας εκπαίδευση, αλλά είναι απλά μία πράξη στην οποία οδηγούμαστε όταν νομίζουμε ότι δεν είμαστε άρτιοι, πλήρεις αφεαυτών, και ελπίζουμε ότι με την πράξη αυτή θα βρούμε τη χαρά που νομίζουμε ότι δεν έχουμε ήδη μέσα μας. [1]
Γι’ αυτό, ας μην απορώ που καμιά κατακτημένη επιτυχία και κανένα αποκτημένο απόκτημα, όσο πολύ και αν το ’χα ποθήσει, δε με έχει λυτρώσει μέχρι τώρα οριστικά από την αγωνία που μου γεννά αυτή η ψευδαίσθηση της ανεπάρκειας την οποία ο νους μου έχει πιστέψει ως πραγματική.
[1] Αυτή η ερμηνεία της λέξης «αμαρτία» μπορεί πιθανόν να μην επιβεβαιώνεται επιστημονικά, όμως, επειδή βοηθά το νου μου να απενοχοποιηθεί, την ενστερνίζεται απόλυτα. Το όποιο φιλολογικό σφάλμα δεν έχει καμία αξία μπροστά στο ουσιαστικό εσωτερικό όφελος της αθώωσης και της αποδοχής του εαυτού που αποκομίζει ο νους από αυτήν την ερμηνεία.
