Η  Πολιτεία της  Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.

Α6. Ο φυγόπονος νους καλείται να απαντήσει.

Ο νους τώρα τεμπελιάζει και βαριέται να σκεφτεί, θα προτιμούσε να τον άφηνα ήσυχο να πάει να παίξει μες στον κόσμο παιχνίδι λήθης και ανέμελης χαράς, μα το έχω δοκιμάσει χιλιάδες φορές και πάντα η υπόγεια άρνηση και ο μύχιος φόβος για τη γνώση έδεναν το στομάχι κόμπο και το παιχνίδι της χαράς γινόταν φρούδο, άχαρο και θλιβερό, αγχωμένο αλλά και αγχογόνο.

Υποχρεωτική επιστράτευση, λοιπόν, του νου, για να μου βρει ποιες είναι οι πραγματικές εσωτερικές αιτίες που κρύβονται πίσω από τις εμφανείς εξωτερικές αφορμές και να πάψει να το παίζει αδικημένος, πως δήθεν εκείνο το κακό παιδάκι τον πόνεσε και γι’ αυτό τώρα αυτός δικαιολογημένα κάθεται και κλαίει. Ξέρει πολύ καλά πως η αλήθεια είναι διαφορετική και πως δεν έχει άλλη διέξοδο από το να μου τη βρει, γιατί αυτή τη φορά δεν πρόκειται να υποχωρήσω, αρκετά ψέματα έχω ακούσει και ακόμα ευτυχία δεν είδα. Χρειάζομαι την αλήθεια επειγόντως. Δεν έχω χρόνο για άλλο πόνο, που λέει και το τραγούδι, η ζωή κυλά και φεύγει, και ο μόνος που μπορεί να μου βρει την αλήθεια είναι ο νους μου, δεν έχω άλλο όργανο που να μπορεί να σκέφτεται και να με παρατηρεί[1].

Τον τραβώ, λοιπόν, από το σβέρκο, όπως η λεχώνα γάτα τα νεογνά της, δηλαδή με αποφασιστικότητα αλλά και τρυφερότητα μαζί για να μην τον τραυματίσω, τον φέρνω πίσω από το δήθεν ανέμελο σουλάτσο του μέσα στον κόσμο, κλείνω με δύναμη την πόρτα πίσω μου, τον καθίζω απέναντί μου και τον ρωτώ με ύφος αυστηρό και ικετευτικό συνάμα:

  • Τι φταίει, λοιπόν, σοφέ και άμυαλε μωρό πατέρα νου; Εδώ είμαι, απέναντί σου, βιβλίο ανοιχτό, δες με, ακτινογράφησέ με και πες μου, σε παρακαλώ, τι στράβωσε, πότε και γιατί;
  • Γιατί φοβάμαι την ανέχεια και τη φτώχεια;
  • Γιατί δεν αντέχω την αποτυχία;
  • Γιατί έχω εθισθεί στην εύκολη λύση της φυγής με κάθε δυσκολία;
  • Γιατί δεν την μπορώ την αδικία;
  • Γιατί εξοργίζομαι όταν ένας άντρας αδελφός συνοδοιπόρος με μειώνει, με ειρωνεύεται και δε με αφήνει να μιλήσω;
  • Γιατί δεν αντέχω αρχικά να παραδεχτώ και στη συνέχεια να αποδεχτώ και να συμφιλιωθώ με τη στεναχώρια που μου προκαλεί η ήττα και αντ’ αυτού προτιμώ πάντα να υποκρίνομαι πως είμαι τέλειος και υπεράνω των ανθρώπινων παθών;
  • Γιατί φοβάμαι τόσο πολύ το σκοτεινό μέλλον της σκλαβιάς μέσα στα δεσμά της φυλακής σου και δεν πιστεύω πως μια μέρα θα ελευθερωθώ από το πείσμα και τις εμμονές σου;

Εμβρόντητος ο νους, που είχε καλομάθει στην ανοχή και στην ηττοπαθή εθελοτυφλία μου τόσα χρόνια, ακούει τα καυτά ερωτήματα που του θέτει επιτέλους η αγωνία μου για το μέλλον. Η πόρτα προς τον κόσμο έχει κλείσει. Άλλη δίοδος διαφυγής δεν υπάρχει για το νου. Είναι ανάγκη να απαντήσει τώρα, εξαντλήθηκαν τα περιθώρια, το βλέπει. Για να απαντήσει, όμως, χρειάζεται να σκεφτεί, κι έχει ξεσυνηθίσει να σκέφτεται ο τεμπέλης, ούτε τον παίρνει να δώσει ξανά μια βιαστική απάντηση, να ξεμπερδεύει.

Το έκανε παλιότερα, έπαιρνε τσιτάτα από βιβλία και συζητήσεις που είχε διαβάσει και ακούσει, μα τα τσιτάτα δε δουλέψανε, και το ξέρει πως ετούτη τη φορά δε θα τον αφήσω να μου φύγει αν δε μου δώσει απάντηση με βάθος, με αλήθεια, γιατί το βλέπει πως τώρα πια δεν παίζω με το μέλλον μου, γράφω και προχωρώ βήμα-βήμα προς τη λύτρωσή μου απ’ τα δεσμά της φυλακής του, γιατί άλλο δεν αντέχω να ζω μέσα στη νοερή μα αδυσώπητη σκλαβιά.

Μου λέει: «Λοιπόν, εντάξει, θα ζοριστώ και θα σε δω, θα σε παρατηρήσω και θα σε αφουγκραστώ, μέχρι να βρω και να σου δώσω τις απαντήσεις που ζητάς». Δε μ’ έχει ακόμα συμπονέσει, δεν απάντησε θετικά επειδή συγκινήθηκε από τη δυστυχία μου. Προς το παρόν απλά θορυβήθηκε από την αποφασιστικότητά μου. Κατάλαβε ότι εδώ κάτι τρέχει, κάτι έχει αλλάξει, και απλά δέχεται να υποταχθεί στη δύναμη που του πρόβαλα. Δεν πειράζει, αυτό μου είναι αρκετό προς το παρόν, αρκεί να γίνει η δουλειά μου, να πάρω τις απαντήσεις που χρειάζομαι.

Έχει πλέον συμφωνήσει να συνεργαστεί μαζί μου, μα έχει πάει η ώρα δέκα, του λείπει ύπνος, λέει, τον κούρασε και η ψυχική ταλαιπωρία της συνάντησης του μεσημεριού με τον αδελφό που τον εξόργισε. Ζητάει να τον αφήσω να πάει να κοιμηθεί, και αύριο το απόγευμα, μού το υπόσχεται, θα εργαστεί με ζήλο και θα με φροντίσει. Τον πιστεύω τον αλήτη, έχει αφυπνιστεί τώρα, δε θα με πουλήσει.

Άλλωστε, όλη η οργή, το αίσθημα της αδικίας και οι φόβοι που με ταλάνισαν σήμερα για ώρες έχουνε τώρα μαλακώσει πολύ. Ακούω μόνο το γλυκό απόηχό τους. Νιώθω τώρα πολύ καλύτερα, απλά και μόνο επειδή έχω χαρεί που αφιέρωσα δύο δημιουργικές ώρες για να θέσω στο νου μου τα καυτά ερωτήματα που με βασάνιζαν. Μπορώ, λοιπόν, ήσυχα γλυκά να κοιμηθώ και αύριο το απόγευμα θα συνεχίσω το ταξίδι που έχω αρχίσει και που δεν ξέρω ακόμα με ποιον τρόπο ακριβώς και από ποιο δρόμο θα με οδηγήσει στην ελευθερία.

Μα εμπιστεύομαι τη διαίσθησή μου, που μου λέει πως δεν υπάρχει περίπτωση με τόση ερευνητική εργασία που θα κάνω να μην πέσω κάποια στιγμή και στο σωστό μονοπάτι που οδηγεί στη λευτεριά.

Και μία παρατήρηση: Η πείνα που ένιωσα πριν δυο ώρες, όταν δεν είχα ακόμα πάρει την απόφαση να γράψω για το οξύ μου πρόβλημα, έχει τώρα εξαλειφθεί εντελώς, απόδειξη ότι το στομάχι νόμιζε ότι ήταν άδειο, κόλπο του νου μου του φυγόπονου για να με κάνει να νομίσω πως πεινάω και να φάω, ώστε να βαρύνω και μετά να κοιμηθώ, όπως συνήθως, προσφέροντάς του έτσι για μια ακόμα φορά διέξοδο στο πρόβλημά του εύκολη και ακάματη, χωρίς προοπτική. Όμως, είπα αυτή τη φορά καλύτερα να μη φάω, για να φροντίσω τον εαυτό μου με αγάπη.

Τώρα χαίρομαι γι’ αυτήν την επιλογή μου. Ήτανε μία επιλογή κρίσιμης σημασίας για τη συνέχιση της πορείας μου προς την ελευθερία. Δε θα το φανταζόμουνα ποτέ πόσο σημαντικό μπορεί να είναι για το μέλλον ενός ανθρώπου το να επιλέξει κάτι τόσο απλό, όπως το να δείξει εγκράτεια και να μη φάει ένα βράδυ. Και όμως, τελικά φαίνεται πως είναι πολύ σημαντικό να εξασκείται κανείς στην εγκράτεια. Τουλάχιστον ορισμένες φορές σίγουρα είναι πολύ σημαντικό.



[1] Μεταγενέστερη παρατήρηση: Καθώς διαβάζω εκ των υστέρων αυτό το κείμενο, συνειδητοποιώ ότι ένας πολύ σημαντικός λόγος που με έκανε για πρώτη φορά τόσο αποφασιστικό απέναντι στον τεμπέλη νου μου ήταν ότι χωρίς τις απαντήσεις που του ζητούσα θα ήταν παντελώς αδύνατη η συνέχιση των εργασιών ανέγερσης της Πολιτείας της Λευτεριάς. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε οριστική διακοπή της συγγραφής και εγκατάλειψη του έργου που είχα αρχίσει. Ήταν ο όγκος των ήδη γραμμένων κειμένων που σε καμία περίπτωση δε μου επέτρεπε να διακόψω, πρόσταζε τη συνέχιση των εργασιών. Είχα πια μπει σ’ ένα μονόδρομο που πήγαινε μόνο προς τα εμπρός.

Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν σε τέτοιες συνθήκες, γιατί ποτέ στο παρελθόν δεν είχα ξεκινήσει τόσο συστηματική και γραπτή εσωτερική εργασία που να μη μου κάνει καρδιά να τη διακόψω. Μια βιαστική και σύντομη εργασία, που δεν έχεις προλάβει ακόμα να καταθέσεις την ψυχή σου σε αυτήν, εύκολα την παρατάς. Όμως, μετά από τόσο συστηματικό εσωτερικό αγώνα, λες «αφού μπήκα στο χορό, θα χορέψω», «το φάγαμε το γάιδαρο, μόνο η ουρά απομένει». Είχα πλέον μπει στην ψυχολογία του «quit is not an option», που έχω ακούσει να διδάσκουν σε κάποια σεμινάρια πωλήσεων, το οποίο σημαίνει: «το να τα παρατήσω δεν υφίσταται ως επιλογή, όσο και αν τα βρω μπαστούνια».

Μοιράσου το στα social media