Η  Πολιτεία της  Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.

Γ1. Η αδιαφορία σκοτώνει.

Η συσκότιση του νου με τα προσωπικά του θέματα μου στέρησε τη δυνατότητα για ενεργό ενδιαφέρον και άμεση εγρήγορση, κι έτσι δε φρόντισα τόσο καιρό να έχω κολλήσει μια μεγάλη επιγραφή επάνω στο κουτί με την τροφή για τα χρυσόψαρα που να λέει με μεγάλα κόκκινα γράμματα: «Προσοχή! Μόνο δέκα νιφάδες την ημέρα!».

Έτσι, ήρθε χθες η κυρία που καθαρίζει το γραφείο και θέλησε για πρώτη φορά να τα ταΐσει, κάτι που δεν είχε ξανακάνει ποτέ μέσα στον ενάμιση χρόνο που είχαμε τα χρυσόψαρα. Τους έβαλε να φάνε πολύ περισσότερο από όσο άντεχαν, και αυτά έσκασαν από το φαΐ. Χθες τα είδα να υποφέρουν, μα δε σκέφτηκα να τους αλλάξω το νερό, ώστε να μη φάνε άλλο από την περίσσεια τροφή που ήταν διαλυμένη μέσα σε αυτό, και σήμερα τα βρήκαμε νεκρά, να επιπλέουν στην επιφάνεια του νερού της γυάλας τους, σκασμένα και παραμορφωμένα. Το θέαμα που είδα με συγκλόνισε, γιατί μαρτυρούσε το πόσο υπέφεραν πριν πεθάνουν.

Μια φορά, λοιπόν, αμέλησα την πρόληψη και άλλη μια φορά αμέλησα να επέμβω. Και στις δύο περιπτώσεις το είχα σκεφτεί, μα αυτό προφανώς δεν ήταν αρκετό. Αμέλησα να γειώσω άμεσα τη σκέψη μου, όπως έχω κάνει τόσες φορές στη ζωή μου. Την άφησα να πλανάται στους αιθέρες, αγείωτη, να με αγχώνει κάπου κάπου αμυδρά, όχι όμως αρκετά ώστε να τη γειώσω. Αν το είχα κάνει, ίσως τα ψαράκια να είχανε σωθεί.

Εδώ και χρόνια έχω πει ότι θέλω να παρακολουθήσω σεμινάρια πρώτων βοηθειών, για να μπορώ να βοηθήσω αδέλφια που μπορεί να συμβεί να κινδυνεύσουν ενώ θα είμαι παρών, μα δεν το έχω κάνει, για τον ίδιο λόγο που δε φρόντισα αρκετά και τα ψαράκια: ο νους μου είναι απασχολημένος με τις δικές του γνώριμες αγωνίες.

Με ενδιαφέρει να είναι όλα μου τ’ αδέλφια ευτυχισμένα, όμως αυτό το ενδιαφέρον μου δεν είναι αρκετά ισχυρό ώστε να επισκιάσει τις αγωνίες μου για τα προσωπικά μου θέματα, που συνεχώς απασχολούν το νου μου και μονοπωλούν τις σκέψεις του και τις δραστηριότητές μου. Η αλήθεια είναι ότι εξαιτίας αυτής της στάσης μου πολλά αδέλφια μου έχουν υποφέρει, πολλές φορές χωρίς καν να το αντιληφθώ, επειδή δεν ενδιαφέρθηκα αρκετά να μην τα βλάψω άθελά μου ή να τα βοηθήσω.

Πολλές φορές έχω πονέσει κι έχω μετανιώσει για την αδιαφορία μου και έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου πως την επόμενη φορά θα είμαι σε εγρήγορση, μα στην πράξη αυτό δεν έχει γίνει, ή έχει γίνει λίγο μόνο και περιστασιακά. Και ούτε πρόκειται να γίνει σε ικανοποιητικό βαθμό, αν δεν το πάρω απόφαση να αφιερώσω όσο χρόνο χρειαστεί, καταρχήν στη συμφιλίωσή μου με τον αδιάφορο εαυτό και στη συνέχεια στην ευγενική και στοργική καθοδήγησή του, ώστε να απελευθερωθεί από τις σκέψεις που του σκοτίζουνε το νου και δεν του επιτρέπουν να ανταποκρίνεται άμεσα και να καλύπτει με αγάπη τις ανάγκες όλων των πλασμάτων που γνωρίζει, χωρίς να εφησυχάζει ούτε στιγμή. Μέσα από αυτήν την εκπαίδευση μπορεί κάποτε να φτάσει ο νους μου να πάλλεται διαρκώς από συμπόνια και φροντίδα για όλα τα αισθανόμενα πλάσματα αυτού του κόσμου, απερίσπαστος από προσωπικές ανησυχίες που μέχρι τώρα τον αποπροσανατολίζουν και του καταπνίγουν το εγγενές ωφέλιμο δυναμικό του σε τεράστιο βαθμό, σχεδόν ολοκληρωτικά.

Η ίδια αυτή αδιαφορία με κάνει να φονεύω κι ένα σωρό ζωύφια που έχουν την κακή τύχη να βρίσκονται στο νιπτήρα όταν εγώ ανοίγω τη βρύση βιαστικά και αγχωμένα, χωρίς να σκεφτώ να αφιερώσω πρώτα λίγα δευτερόλεπτα στην απομάκρυνση των ζωυφίων με τα χέρια μου. Ο νους μου είναι αλλού προσηλωμένος την ώρα εκείνη, στις δικές του σκέψεις, λες και θέλει να λύσει το μεσανατολικό ζήτημα. Η ζωή, όμως, τρέχει, τα δρώμενα διαδέχονται το ένα το άλλο εδώ και τώρα, και ο αφηρημένος νους μου συμπαρασύρει άγαρμπα τους πρωταγωνιστές τους και χωρίς να το θέλει τους τσακίζει, τους ποδοπατά, σωματικά ή συναισθηματικά.

Κάποτε, θυμάμαι, όταν ήμουνα παιδί, στη βεράντα του εξοχικού μας, περνούσα ατέλειωτες ώρες βαριεστημένης τεμπελιάς βασανίζοντας μυρμήγκια και καταστρέφοντας τις φωλιές τους. Έπεφταν θύματα του συναισθηματικού κενού ενός τυπικού κακομαθημένου γόνου μεσοαστικής οικογένειας, που μόνο να θέλει ξέρει και να απαιτεί και που δεν έχει μάθει να εκτιμά το δώρο της ζωής και τα άλλα δώρα της φύσης. Δεν έχει μάθει να χαίρεται με αυτά και γι’ αυτό βαριέται και τα ποδοπατά, καθώς περιφέρει άσκοπα δεξιά κι αριστερά το πλαδαρό κορμί του, μάταια ελπίζοντας πως κάτι συναρπαστικό θα συμβεί για να του διαταράξει την πνιγηρή ανία. (Δείτε το άκρως αντίθετο παράδειγμα ενός συμπονετικού παιδιού σε αυτό εδώ το βίντεο.)

Σκύβω τώρα σιωπηλά και από τα βάθη της καρδιάς μου ζητώ συγνώμη από τις δυο ψυχούλες των ψαριών[1] που πριν λίγες ώρες εγκατέλειψαν τα σώματά τους μετά από βασανιστικό μαρτύριο αρκετών ωρών και τώρα, έχοντας εκπληρώσει αυτό το δύσκολο χρέος, απομακρύνονται ήσυχες για τη συνέχιση της άγνωστης πορείας τους μέσα στο ασφαλές και συναρπαστικό σύμπαν του δημιουργού τους.

Σίγουρα τώρα έχουν ησυχάσει και δεν υποφέρουν πια, αλλά εγώ νιώθω την ανάγκη να τους ζητήσω συγνώμη και να τους ομολογήσω πως η αμέλεια του σκοτισμένου νου μου ήταν αυτή που τα βασάνισε και τα σκότωσε. Τους εξηγώ, λοιπόν, πως από μικρός έμαθα να θεωρώ τα προσωπικά προβλήματά μου περισσότερο σημαντικά ακόμα και από το ίδιο το δώρο της ζωής και ότι ποτέ δεν εκπαιδεύτηκα συστηματικά να ξεχνώ τον εαυτό μου και να τρέχω εκεί όπου κραυγάζουνε με απελπισία τα πλάσματα αυτού του κόσμου. Ο κόσμος των αγωνιωδών μου σκέψεων με απορροφά τόσο πολύ που χάνω σε μεγάλο ποσοστό την επαφή μου με τον εξωτερικό κόσμο, ακόμα και σε κρίσιμες περιστάσεις.

Γι’ αυτό δεν άκουσα χθες το μεσημέρι τη στιγμιαία σκέψη, που με παρότρυνε να τους αλλάξω το νερό, μήπως και σωθούν, παρά κάθισα εκεί δίπλα τους αμέτοχος και τα παρακολουθούσα χαζά, καθώς απεγνωσμένα αγωνίζονταν να κινηθούν, και απλά ευχόμουν να επιζήσουν. Η αλλαγή του νερού απαιτούσε δράση, ήτανε μία εργασία που απαιτούσε συγκέντρωση και προσοχή, καθώς χρειαζόταν να βγάλω πρώτα τα ψαράκια και να τα βάλω σε ξεχωριστό μικρό δοχείο με νερό, μετά να αλλάξω το νερό της γυάλας και στη συνέχεια να ρίξω πάλι τα ψαράκια μες στη γυάλα. Όλα αυτά φάνηκαν την ώρα εκείνη πολύ περίπλοκα στον απορροφημένο από τη γυναίκα και το χρυσό νου μου, και έτσι περιορίστηκα για ακόμα μια φορά σε στείρα ευχολόγια.

Τους τα εξηγώ τώρα όλα αυτά με πόνο στην καρδιά, πολύ μετανιωμένος, με ένα φόβο για το μέλλον, καθώς σκέφτομαι τι θα γίνει αν κάποτε η αμέλειά μου σκοτώσει άνθρωπο αντί για χρυσόψαρο. Πώς θα νιώσω τότε; Φεύγουν οι ψυχούλες τους ήσυχες, το ξέρω, τις βλέπω που απομακρύνονται, είναι σε καλά χέρια. Αγαπήθηκαν πολύ όσο έζησαν κοντά μας, πάνε γεμάτες θετική ενέργεια αγάπης στον επόμενο σταθμό του ταξιδιού τους μες στο σύμπαν. Στο καλό!

Και μένω μόνος πίσω, εγώ μαζί με δισεκατομμύρια πλάσματα, νιώθοντας υπεύθυνος για όσα δεινά συμβαίνουν στην άλλη άκρη του πλανήτη, για την πείνα, τη φτώχεια, τη δυστυχία των λαών, γιατί ξέρω πως είναι η έμμονη προσήλωση στα δικά μου μικρά προβλήματα που τους στερεί τα πρακτικά και ουσιαστικά ευεργετήματα της αγάπης που έχω μέσα μου εκ γενετής μα αμελώ να τους προσφέρω, αν και τα έχουνε τόσο μεγάλη ανάγκη. Κάθε λίγα δευτερόλεπτα ένα παιδί πεθαίνει από την πείνα, έχοντας γνωρίσει μόνο την απόγνωση και την απελπισία κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του και μη έχοντας ούτε καν φανταστεί την ύπαρξη της αφθονίας, της ευημερίας, της χαράς και της ανεμελιάς. Πριν προλάβω να τελειώσω το γράψιμο αυτού εδώ του κεφαλαίου, μερικά ακόμα παιδιά θα έχουν πεθάνει από την πείνα ή από εύκολα ιάσιμες ασθένειες!

Η αδιαφορία σκοτώνει. Είμαι τόσο στεναχωρημένος και απογοητευμένος, που αναρωτιέμαι αν έχω ακόμα το δικαίωμα να ζω, όταν με την αδιαφορία μου στέρησα πριν λίγες ώρες το αναντικατάστατο δώρο της ζωής από δύο αθώα και ανυποψίαστα πλάσματα.



[1] Εδώ προσωρινά η λογική μου εξανίσταται και μου φωνάζει: «Μα πώς κάνεις έτσι για δυο χρυσόψαρα; Ούτε τα πρώτα είναι ούτε τα τελευταία που σκάνε από το φαΐ. Άλλωστε, εκατομμύρια ψάρια πεθαίνουν κάθε μέρα στα δίχτυα των ψαράδων, αφού σπαρταρήσουν πρώτα για ώρες». Μα δεν τις ακούω πια τέτοιες quick-fix εκλογικεύσεις. Δε φοβάμαι πια τον πόνο και δεν ψάχνω τρόπους να χρυσώσω κανένα χάπι. Αυτά ήταν τα ψαράκια που είχα εγώ στην ευθύνη μου και ο θάνατός τους μαρτυρά τη δική μου ανευθυνότητα. Ας το παραδεχτώ, δεν ωφελεί να προτάσσω τη λογική για να μην πονώ. Το έχω κάνει αρκετά στη ζωή μου και το μόνο που κατάφερα ήτανε να γίνω απόμακρος, ψυχρός και αδιάφορος. Φτάνει! Θέλω να είμαι ανθρώπινος, και ας πονώ. Ο πόνος κάποια μέρα θα περάσει και θα μείνει το βλαστάρι του, που είναι η γνώση, η υπευθυνότητα, η φροντίδα και η αγάπη. Ενώ, αν παρακάμψω για άλλη μια φορά τον πόνο, το μόνο που θα μείνει θα είναι η απονιά και το παράπονο για τη μέτρια ζωή μου, και αυτό δεν το θέλω για τον εαυτό μου, το βρίσκω πολύ φτωχό και μίζερο.

Μοιράσου το στα social media