Η  Πολιτεία της  Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.

Γ2. Προϋποθέσεις για τη συντροφικότητα.

Ο νους διψά για περαιτέρω διεύρυνση. Έχει την αίσθηση πως όλο αυτό το μακρύ ταξίδι που έκανε αναζητώντας την Ελευθερία δεν ήτανε τίποτα περισσότερο από την απαραίτητη προετοιμασία και εκπαίδευσή του για το επόμενο μεγάλο βήμα, που είναι η συντροφικότητα.

Γνωρίζει πολύ καλά ο νους πως μέχρι τώρα ζει σε έναν σχεδόν παράλληλο κόσμο με ελάχιστα σημεία τομής με τους παράλληλους κόσμους των αδελφών του. Αναγνωρίζει και ομολογεί για πολλοστή φορά τον υπερτροφικό εγωκεντρισμό του, που είναι αποτέλεσμα της λαθεμένης εκπαίδευσης που έλαβε από το ξεκίνημα της ζωής του[1]. Όλα τα σημαντικά εσωτερικά περάσματα που τόλμησε και έκανε στις δύο προηγούμενες ενότητες βημάτων ανέγερσης της Πολιτείας της Λευτεριάς αφορούσαν την ατομική του απελευθέρωση και μόνο.

Η λευτεριά που έχει κατακτήσει – ή, έστω, η γνώση τού πώς να ξανανιώθει ελεύθερος όποτε ο ιστός του τον τυλίγει και πάλι – είναι μία ευδαιμονική ενέργεια που ξεχειλίζει από μέσα του, είναι χαρά που σαν νέκταρ ξεχύνεται μέσα από το κορμί του και τον κάνει να λάμπει από ζωντάνια και υγεία αυθύπαρκτη, που δεν περιμένει εγκόσμιες χαρές για να τη συντηρήσουν.

Είναι πρωτόγνωρη αυτή η αφθονία χαράς για το νου, που είχε συνηθίσει στο περίσσευμα αιτιών για θλίψη τόσα χρόνια. Δεν ξέρει τι να την κάνει. Το σίγουρο είναι πως δε θέλει απλά να στέκει εκεί ακίνητος και να την απολαμβάνει. Αυτό θα ήτανε σπατάλη, έτσι νιώθει. Φοβάται, μάλιστα, πως μια τέτοια στασιμότητα θα ισοδυναμούσε με τελμάτωση, που θα σήμαινε αυτόματα το τέλος της ίδιας της χαράς.

Δεν τον καλύπτει, λοιπόν, πια η απλή συνέχιση της εξάσκησης των εσωτερικών ασκήσεων που διδάχθηκε από τα μέχρι τώρα βήματα της πορείας του. Αυτή δεν παύει να είναι απαραίτητη για τη συνεχή αναγέννηση της λευτεριάς μέσα στα κύτταρά του, μα καταλαβαίνει πως, αν δε βρει να διοχετεύσει κάπου το ξεχείλισμα χαράς να πιάσει τόπο, αυτή η σπατάλη θα τον κτυπήσει αργά ή γρήγορα σαν μπούμερανγκ.

Πρέπει, λοιπόν[2] Φαίνεται, λοιπόν, πως είναι ανάγκη για το νου να βρει διόδους διοχέτευσης της κατακτημένης του χαράς προς τ’ αδέλφια του. Το πρόβλημα που έχει τώρα να λύσει δεν εντοπίζεται στ’ αδέλφια του. Αυτά βρίσκονται όλα εκεί έξω, στον κόσμο, βυθισμένα και αυτά στις αγωνίες των ιστών τους όπως και ο ίδιος, και του είναι λίγο πολύ γνωστές οι ανάγκες τους. Το ζητούμενο είναι να βρει ή να δημιουργήσει ο νους τις απαραίτητες εσωτερικές διόδους, ώστε να εξασφαλιστεί η όσο γίνεται συνεχής και ποιοτική διοχέτευση της προσωπικής λυτρωτικής εμπειρίας του προς όλα του τα αδέλφια.

Πρέπει Είναι σημαντικό να μάθει να αποκωδικοποιεί τις πραγματικές ανάγκες τους που κρύβονται πίσω από τα συνήθη προσωπεία που φορούν. Μα είναι προφανές ότι πριν απ’ αυτό πρέπει θα χρειαστεί πρώτα να μάθει να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του για το καλό τους, αλλιώς είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να ασχοληθεί σε βάθος με το θέμα. Πρέπει Θα χρειαστεί, με άλλα λόγια, να εκπαιδεύσει όλα τα κύτταρά του να είναι ταυτόχρονα στραμμένα και στην εσωτερική εργασία και στις κραυγές δυστυχίας που έρχονται κάθε στιγμή από τον κόσμο και που είναι ακουστές μόνο από ένα καλά εκπαιδευμένο αυτί μαθημένο να αγαπά, να ενδιαφέρεται και να σκύβει με στοργή πάνω από τα προβλήματα των αδελφών του.

Επίσης, πρέπει είναι σημαντικό να μάθει να μην ξεχνά ποτέ[3] να θυμίζει στον εαυτό του κάθε τόσο πως η ανάγκη του για συντροφικότητα είναι μία ανάγκη ιδιοτελής και όχι ανιδιοτελής όπως θα ήθελε ίσως να πιστεύει, επειδή χωρίς τη συντροφικότητα αργά ή γρήγορα θα γκρεμιστεί το ημιτελές οικοδόμημα της Πολιτείας της Λευτεριάς που έχει ως τώρα κτίσει. Πρέπει Θα χρειαστεί, δηλαδή, να εξασκηθεί, ώστε να μην περνά ποτέ[4] να παρατηρεί και να εγκαταλείπει την αλαζονεία και την υπεροψία προς όποια αδέλφια του μοιάζουν να έχουν προχωρήσει λιγότερα βήματα από αυτόν στην ατραπό της ψυχικής εξέλιξης. Πρέπει Θέλει να μάθει να διατηρεί ολοζώντανη στη συνείδησή του αυτήν την αλήθεια, ώστε αυθόρμητα να ευγνωμονεί τα αδέλφια που δέχονται να τον πλησιάσουν και να γίνουν αποδέκτες της ελευθερίας και της χαράς που ξεχειλίζουν από μέσα του, αναγνωρίζοντας ότι χωρίς τη δική τους παρουσία μέσα στο κοντινό περιβάλλον του και χωρίς την εμπιστοσύνη που του δείχνουν με το να δέχονται την προσφορά του, η λευτεριά του θα ήταν στείρα και μοιραία θα μαραινόταν σύντομα.

Πρέπει Θέλει να θυμάται στο εξής ότι σε τίποτα δεν είναι ανώτερος από τ’ αδέλφια του και πρέπει θέλει να είναι πάντα ανοικτός και πρόθυμος να δεχτεί ότι αυτός μπορεί να είναι και κατώτερός τους και να μάθει να απολαμβάνει ειλικρινά αυτόν τον ταπεινό τρόπο επικοινωνίας μαζί τους και να θλίβεται αμέσως μόλις παρατηρεί το παραμικρό ίχνος αλαζονείας στη στάση του, να το ομολογεί, να το συγχωρεί και να το λυτρώνει άμεσα μέσα στο Ζεστό και Φωτεινό Θεραπευτήριο της Καρδιάς του, με την καταλυτική, ειρηνική, μεταμορφωτική αρωγή της αφοσιωμένης νοσηλεύτριας Συμπόνιας, που ξέρει να διακρίνει και να συμπονά την Αγωνία του για λύτρωση που κραυγάζει κρυμμένη πίσω από τη μάσκα της Αλαζονείας.



[1] (όπως αναλύεται σε διάφορα προηγούμενα κεφάλαια που αναφέρονται στους παράγοντες που συντέλεσαν σε αυτήν την εσφαλμένη εκπαίδευση του νου από τότε που ήτανε ακόμα έμβρυο μέσα στη μήτρα της μητέρας του)

[2] Αυτό το «πρέπει» δηλώνει την επιτακτική ανάγκη να τηρηθούν ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις, προκειμένου να διασφαλίσει ο νους τη συνέχιση και επαύξηση της χαράς που νιώθει τώρα που γνώρισε την Ελευθερία. Δεν υποκρύπτει μομφή για την προσωρινή αδυναμία του νου να ακολουθήσει αυτές τις οδηγίες, ούτε επιδιώκει να ασκήσει συναισθηματικό εκβιασμό ότι, αν δεν τα κάνει αυτά ο νους, θα πάψει κάποιος αυστηρός κριτής να τον εγκρίνει.

Παρόλα αυτά, το κλίμα που μεταδίδει η λέξη «πρέπει» είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο και ασφυκτικό. Γι’ αυτό, λοιπόν, ο νους αποφασίζει να χρησιμοποιεί άλλες φράσεις, που όχι μόνο πιο φιλικές κι ευχάριστες είναι, αλλά και πιο ακριβείς ως προς το νόημα που αποδίδουν. Για παράδειγμα, αντί του «πρέπει, λοιπόν», προτιμά τη φράση «είναι, λοιπόν, ανάγκη». Την τακτική αυτή θα ακολουθήσει και στις επόμενες παραγράφους, αντικαθιστώντας τα «πρέπει» που αρχικά είχε τοποθετήσει μέσα στο κείμενο με τις φράσεις που εκφράζουν καλύτερα κάθε φορά το εσωτερικό του βίωμα.

Έτσι, το κείμενο παύει να ηχεί ως ένας αυστηρός κανονισμός με τον οποίο οφείλει ο εαυτός να συμμορφωθεί προκειμένου να εξασφαλίσει στο νου την πνευματική ανάπτυξη και γαλήνη, και γίνεται ένας οδηγός γεμάτος αγάπη και σεβασμό από την πλευρά του νου για τον αγώνα του εαυτού να απολαύσει ο εαυτός την πνευματική ανάπτυξη και γαλήνη. Πρόκειται για δύο εκ διαμέτρου αντίθετες στάσεις ζωής (βλ. και κεφάλαιο Β1).

[3] Και οι λέξεις «μην» και «ποτέ» ηχούν κι αυτές όπως το «πρέπει» τραχιές και αυταρχικές στα αυτιά του νου, γι’ αυτό τις αντικαθιστώ με άλλη πολύ πιο ήπια και φιλική διατύπωση, που θα γεννήσει μέσα του ζήλο και προθυμία και δεν θα του πυροδοτήσει αντίσταση και πείσμα.

[4] Ισχύει και πάλι η ίδια παρατήρηση.

Μοιράσου το στα social media