Η  Πολιτεία της  Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.

Βοήθεια, δάσκαλοι!      

Ξαναφωνάζω απελπισμένα: «Ποιος θα μου δείξει, ποιος θα μου εξηγήσει; Ποιος ξέρει, ποιος ενδιαφέρεται να με διδάξει;». Γύρω μου άκρα του τάφου σιωπή. Κανείς δεν απαντά. Τα αδέλφια μου δε με ακούνε. Οι δικοί τους νοητικοί ιστοί τα κρατούν απορροφημένα στις δικές τους σκέψεις και αγωνίες. Και να άκουγαν, δε θα ήξεραν πώς να με βοηθήσουν.

Ή μάλλον όχι. Αν ήξεραν να ακούνε την κραυγή απελπισίας του αδελφού τους, ίσως τότε να ήξεραν και να του δείξουν πώς να ξεφύγει από το δικό του νοητικό ιστό και πώς να μάθει και αυτός να ακούει τ’ αδέλφια του. Προς το παρόν, όμως, το οπτικό τους πεδίο είναι περιορισμένο, όπως το δικό μου, και η καρδιά τους συρρικνωμένη, στεγνή, σαν τη δική μου.

Κάποιοι ξέρουν. Κάποια σοφά κι ελεύθερα αδέλφια μου γνωρίζουν. Ευτυχώς, γνώρισα μερικά από αυτά. Τα έχω λατρέψει όλα. Νοιάστηκαν πραγματικά για μένα, και αυτό ήταν σπάνιο, μοναδικά σημαντικό. Ήταν μια όαση να βρίσκομαι κοντά τους. Μια αναπάντεχη όαση μέσα στον εξωτερικό κόσμο, το ίδιο ανακουφιστική όσο η δική μου εσωτερική όαση της ομολογίας και της συμπόνιας, και ακόμα περισσότερο, γιατί των πνευματικών δασκάλων μου η όαση εκτός από τη γλυκιά ανακωχή μού προσέφερε και χειροπιαστή προοπτική για ελευθερία, με το καθημερινό αυταπόδεικτο παράδειγμα του εαυτού τους.

Ήμουνα πολύ τυχερός που τους γνώρισα, το επιδίωξα όμως κιόλας. Πήγα κοντά τους, ήθελα να ακούσω τι είχαν να μου πουν, γιατί ο ιστός δεν αντέχεται, ήθελα να τον ξεκολλήσουν από πάνω μου. Πήγα σε αυτά τα αδέλφια-δασκάλους[1] μαζί με τον ιστό μου.

Τους πήγα τον ιστό μου. Τους τον έδειξα. Και να ήθελα, δεν μπορούσα να τους τον κρύψω. Τον κουβαλούσα αναγκαστικά γύρω μου, γιατί ήμουνα τυλιγμένος μέσα σε αυτόν. Ήταν ολοφάνερος γι’ αυτούς που ξέρουν να κοιτάζουν με καθαρό μυαλό, με αγάπη κι ενδιαφέρον. Ήταν ένα μόνιμο θολό αράχνιασμα που κάλυπτε το κούτελο, το στήθος, το στομάχι και όλο το κορμί μου, καμωμένο από μάταιες κι αναίτιες προσδοκίες, φόβους, πεθυμιές και αγωνίες.



[1] Οι σοφοί δάσκαλοι είναι και αυτοί αδέλφια μου, αφού είναι και αυτοί παιδιά του ίδιου σύμπαντος κόσμου, μέρη της ίδιας φύσης, δημιουργήματα του ίδιου δημιουργού, κύτταρα της ίδιας κοινωνίας. Η διαφορά τους, όμως, από μένα είναι ότι δεν τους διέπουν οι προκαταλήψεις, τα πρότυπα, οι προσδοκίες, οι φόβοι, οι αγωνίες, οι χαρές και οι λύπες που εγώ νομίζω για δικά μου και ταυτίζομαι με αυτά, γιατί αυτοί είναι η καθαρή ενσάρκωση της αγάπης, της συμπόνιας, της ταπεινότητας και του ενεργού ενδιαφέροντος για όλα τα αισθανόμενα πλάσματα αυτού του κόσμου.

Μοιράσου το στα social media