Η  Πολιτεία της  Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.

Η κώφωση παραποιεί το λόγο.

Τον είδανε, τον ήξεραν, δε χρειαζόταν να τον δουν, έχουνε δει χιλιάδες τέτοιους. Μου μιλούσαν, άκουγα, μα δεν άκουγα καλά, ο ιστός παραμόρφωνε τη φωνή τους, άλλαζε το νόημα των λόγων τους. Μου ’λεγαν «γίνε ελεύθερος, όλα έχουν καλώς, μην αγωνιάς άδικα για τίποτα» κι εγώ άκουγα «μην το κάνεις αυτό, μη σκέφτεσαι με τέτοιο τρόπο, απαγορεύεται, είναι λάθος!».

Όσες φορές και αν προσπάθησα, η επικοινωνία ήταν προβληματική. Για να ακούσω άρτια όσα είχαν να μου πουν, θα έπρεπε να πάω χωρίς τον ιστό των σκέψεων, των συνηθειών και των προκαταλήψεων που παραμόρφωναν τον ήχο. Μα αυτό δε γινόταν. Αν δεν είχα τον ιστό, δε θα ήμουν καν εκεί, γιατί δε θα είχα λόγο να πάω να ζητήσω τη βοήθειά τους.

Και τα χρόνια κυλούσαν, μέσα σε τούτο το αδιέξοδο, με μόνο βάλσαμο τη λήθη στην πρόσκαιρη αγκαλιά των εγκόσμιων χαρών, αποκτημάτων και επιτυχιών.

Μέσα σε όλα όσα μου έλεγαν κάτι πήρε τ’ αυτί μου για «υπηρεσία». Πρέπει να προσφέρω υπηρεσία, μου λέγανε τ’ αδέλφια-δάσκαλοι που γνώρισα, προς όλα μου τ’ αδέλφια, αν θέλω να λυτρωθώ από τον ιστό μου. Εγώ άκουγα: «Πρέπει να προσφέρεις υπηρεσία, ειδάλλως δε θα σε εγκρίνουμε πια και θα σε διώξουμε από κοντά μας!».

Ο νοητικός ιστός μου διερμήνευε το λόγο τους κατά πώς είχε μάθει να συλλογιέται ο ίδιος. Με το που άκουγα το «πρέπει» το ’βαζα στα πόδια, δεν άντεχα το συναισθηματικό εκβιασμό της απόρριψης που νόμιζα ότι θα ’ρθει αν δε «συμμορφωθώ» με την «προσταγή» τους, κι έτρεχα έξω με αγωνία να βρω τη λήθη, βεβιασμένα, ποθώντας να ρουφήξω χαρά από τον κόσμο, να χαθώ στη γλυκόλαλη αγκαλιά του, να μαγευτώ από τη γυναίκα, το φαΐ και το πιοτό και άλλες απολαύσεις των αισθήσεων, για να ξεχάσω το χρέος της λευτεριάς προς τον υπόδουλο εαυτό μου.

Μετά ένιωθα τύψεις για τη σπάνια ευκαιρία που δεν εκτίμησα και απερίσκεπτα έχασα να ’μαι πιο κοντά στους σοφούς δασκάλους, τους μόνους αδελφούς που ήτανε σε θέση να με αγαπούν με όλη τους την καρδιά, χωρίς ίχνος προσδοκίας να βρουν στο πρόσωπό μου κάποια πρόσκαιρη λήθη, αφού προ πολλού είχανε παραιτηθεί από τέτοιες ανάγκες. Με τις τύψεις ο ιστός γινότανε ακόμα πιο πυκνός.

Τότε σκεφτόμουν πως αυτοί, οι δάσκαλοι φταίνε, που δεν ξέρανε πώς να μου τα πουν σωστά, ώστε να τα καταλάβω. Τους κατηγορούσα και τους χαρακτήριζα ανεύθυνους, που μου ’δωσαν ελπίδες φρούδες, χωρίς να ξέρουν πώς να αντεπεξέλθουν στις υποσχέσεις τους.

Τώρα γνωρίζω περισσότερα. Τουλάχιστον, καταλαβαίνω τι μου λέγαν τότε. Μα τώρα έχουν φύγει τ’ αδέλφια-δάσκαλοι, και δεν ξέρω πού και πότε θα βρω άλλο τέτοιο σοφό αδελφό να με καθοδηγήσει[1]. Όλα τα άλλα μου τα αδέλφια, είπαμε, είναι στον ιστό τους κι αυτά μπλεγμένα. Θέλω καθοδηγητή. Ο νους μου είναι εντελώς απείθαρχος, θέλω κάποιον πιο σοφό αδελφό δίπλα μου, να μου τον μαζεύει, κάθε στιγμή. Ο νους μου είναι απίστευτα απείθαρχος. Πλέκει ιστούς στο λεπτό, τι λέω, στο δευτερόλεπτο. Και τους παρατάει πάνω μου, επιπόλαια, ασυναίσθητα, κι εγώ πασχίζω να τους ξεκολλήσω από το κορμί μου, και όσο πασχίζω, τόσο χειρότερα μπλέκομαι και γίνομαι μία μάζα μαζί τους. Συνέχεια αυτό γίνεται.

Έχοντας αποκάμει με το μάταιο ψάξιμο, σκύβω το κεφάλι. Κανείς, και πάλι κανείς δε βρέθηκε για να με βοηθήσει, σκέφτομαι. Το βλέμμα μου πέφτει στα κουρασμένα χέρια μου. Είμαι πια βέβαιος ότι εκεί έξω δεν υπάρχει κανείς που να έχει τη θέληση, το ενδιαφέρον και τη γνώση να με βοηθήσει ν’ απαλλαγώ από το νοητικό ιστό μου, που συνεχώς αναπτύσσεται, όλο και πιο ασφυκτικά, γύρω μου, πάνω μου, πάνω στο αβοήθητο κορμί μου.

Το βλέμμα συνεχίζει να πέφτει στα χέρια μου, αφηρημένα, χαμένο μέσα στην απογοήτευση και στην απόγνωση για το ζοφερό και μαύρο μέλλον της σκλαβιάς. Αναστεναγμός. Προσπάθεια για συμφιλίωση με την οδυνηρή πραγματικότητα. Προσμονή για το θάνατο, αυτός σίγουρα θα φέρει τη λύτρωση. Ο νοητικός ιστός θα πάψει να υπάρχει, όταν εκλείψει ο φυσικός φορέας του, ο νους, το όργανο που λέγεται μυαλό. Είναι και αυτή μια λύση, όχι η καλύτερη βέβαια, αλλά δεν παύει να είναι μία λύση. Ας έρθει, λοιπόν, ο λυτρωτής θάνατος, καλοδεχούμενος, και ως τότε ας υπομένω. «Ζωή είναι, θα περάσει», σκέφτομαι.



[1] Ο πρώιμος χαμός τους – μέρος σχεδίου ασύλληπτου που μόνο κάποια κέντρα αποφάσεων ιερά και αλαργινά γνωρίζουν – σκοπό του μάλλον θα πρέπει να είχε τη χειραφέτηση και άνδρωσή μου.

Μοιράσου το στα social media