Η  Πολιτεία της  Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.

Η Σκλαβιά, η Ελευθερία και η Αλήθεια.

Με σκυμμένο το κεφάλι συνεχίζω να κοιτώ τα χέρια μου. Για κάποιον ακαθόριστο λόγο το βλέμμα μου έχει κολλήσει πάνω τους. Δεν μπορεί να είναι απλά ένα τυχαίο γεγονός. Το απλανές βλέμμα της απογοήτευσης συνήθως γλιστρά δεξιά κι αριστερά, ακολουθώντας μηχανικά και ασυναίσθητα όποιο δρόμο τύχει στις αλλεπάλληλες μάταιες διακλαδώσεις του ιστού, για να περνά η ώρα όσο πιο ασυνείδητα και ανώδυνα γίνεται. Τώρα, όμως, είναι αρκετή ώρα προσηλωμένο στα χέρια μου. Δεν τολμώ να σκεφτώ αυτό που υποψιάζομαι.

Πριν προλάβει να σχηματιστεί η σκέψη, το Ασυνείδητο την έχει απορρίψει, και έτσι η σκέψη ούτε καν πραγματοποιείται, προς το παρόν τουλάχιστον. Το Ασυνείδητο είναι ο στρατιώτης της συνήθειας που λέγεται Σκλαβιά. Αυτή το προτάσσει ως αδιαπέραστο παραπέτασμα πάνω στο νου, ώστε να του αφαιρεί το οπτικό πεδίο, όποτε νιώθει ότι απειλείται η ύπαρξή της. Έτσι, το Ασυνείδητο στέλνει ξανά έξω το νου, να ψάξει εκεί έξω για τροφή, να γεμίσει το στομάχι του με φευγαλέες πρόχειρες χαρές, για να ριζώνει έτσι μέσα του άθελά του όλο και βαθύτερα τη συνήθεια Σκλαβιά και να τη διαιωνίζει.

Η συνήθεια Σκλαβιά θέλει να συνεχίσει να υπάρχει, με κάθε τρόπο και με κάθε κόστος. Είναι μια κυριαρχική οντότητα που ζει διάχυτη μέσα στο κορμί μου και διαποτίζει και ορίζει όλα τα κύτταρά του. Όλα μου τα κύτταρα είναι στραμμένα προς αυτήν και ακολουθούν άβουλα τις προσταγές της, σαν υπνωτισμένα, λες και έχουνε πιστέψει πως αυτή είναι που τους χαρίζει το δώρο της ζωής και όχι Εκείνος που πραγματικά τα δημιούργησε και που αέναα τα τροφοδοτεί με την ενέργεια της ζωής.

Η Σκλαβιά την τρέμει την Ελευθερία, επειδή φοβάται μη χάσει την τροφή της που την κρατάει στη ζωή. Η τροφή της είναι η ρουτίνα, η προκαθορισμένη επανάληψη.

Η Ελευθερία, αντίθετα, απέχει συνειδητά από την επανάληψη, δε γνωρίζει και δεν ακολουθεί καμία ρουτίνα, δεν έχει τίποτα το προβλέψιμο, δεν προσφέρει καμία εξασφάλιση για τίποτα.

Η Ελευθερία φέρνει μαζί της ένα τρομακτικό κενό, που η Σκλαβιά δεν αντέχει ούτε να το σκέφτεται.

Η Ελευθερία δεν είναι συνήθεια όπως η Σκλαβιά. Η Σκλαβιά είναι μια ρατσίστρια έντρομη, όπως όλοι οι ρατσιστές. Η παρουσία της αλλόφυλης Ελευθερίας την τρομοκρατεί, γιατί ανήκει σε ξένη ράτσα, δεν ανήκει στη ράτσα των συνηθειών, αντιπροσωπεύει γι’ αυτήν το άγνωστο, το κενό.

Γι’ αυτό, η Σκλαβιά δίνει τη μάχη της με νύχια και με δόντια και προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποκρύψει ό,τι στοιχεία θα μπορούσαν να οδηγήσουν το νου μου στην Ελευθερία.

Είμαι ένα πεδίο μάχης, σκληρής και αδυσώπητης. Η Σκλαβιά και η Ελευθερία με διεκδικούν. Η Σκλαβιά είναι λυσσασμένη, μισεί την Ελευθερία. Αντίθετα, η Ελευθερία συμπονά τη Σκλαβιά και τον πωρωμένο στρατιώτη της, το Ασυνείδητο, και μαζί το σκλαβωμένο νου μου. Είναι καρτερική, βέβαιη για την τελική της επικράτηση, που θα δώσει και στη Σκλαβιά ακόμα τη λύτρωση, και ας μην το ξέρει εκείνη, και ας μην μπορεί ούτε καν να το διανοηθεί η Σκλαβιά ότι η Ελευθερία θέλει το καλό της κι εργάζεται γι’ αυτό.

Εγώ είμαι ερωτευμένος και με τις δύο. Η Σκλαβιά με σαγηνεύει με τις γνώριμες χαρές της, μα με πνίγει με την κυριαρχικότητά της, ενώ η Ελευθερία, αν και με τρομάζει το κενό που φέρνει, μού προσφέρει έμπνευση με τη βεβαιότητα και την καρτερικότητά της. Τη θαυμάζω για την ανωτερότητά της. Ο έρωτάς μου για τη Σκλαβιά είναι γήινος, είναι φυλακή, μου κλείνει την καρδιά και με κρατά εξαρτημένο, προσηλωμένο στα ένστικτα, μακριά από τα αδέλφια μου, ενώ ο έρωτάς μου για την Ελευθερία μού χαρίζει τη χαρά της ζωής, μου επιτρέπει να ανασαίνω, να νοιάζομαι για όλα μου τα αδέλφια και ανάγει τα ένστικτά μου σε αστείρευτη πηγή χαράς και συντροφικής ευδαιμονίας.

Στο μεταξύ, ο παραμυθιασμένος εξοστρακισμένος νους συνεχίζει τις άσκοπες βόλτες του. Το Ασυνείδητο, ο στρατιώτης της Σκλαβιάς, οχυρώνεται όσο μπορεί καλύτερα, περιμένει κι άλλη επίθεση. Περιφρουρεί ξάγρυπνα την Αλήθεια, την πανώρια κόρη, που είναι η δίδυμη αδελφή της Ελευθερίας, ταμπουρώνεται γύρω της, μην την πλησιάσει ο νους, γιατί γνωρίζει πως, άμα ο νους τη δει έστω και από μακριά, θα μαγευτεί από την ομορφιά της και δε θα ’χει πια μάτια να κοιτάζει την αφεντικίνα του τη Σκλαβιά.

Πήγε τρεις η ώρα, το πρωί έχω γραφείο. Πάω για ύπνο, και αύριο το απόγευμα θα γίνει η μεγάλη μάχη για την Αλήθεια. Ελπίζω. Προσδοκώ. Θέλω να πιστεύω πως βρίσκομαι κοντά στην Αλήθεια και την Ελευθερία. Αυτές οι δύο αδελφές είναι ο πραγματικός μου έρωτας, μόνο για αυτές δονείται η ψυχή μου, και ας έχω επιθυμήσει αναρίθμητες γυναίκες, καλλονές στο τρυφερό το σώμα, στο ζεστό το βλέμμα, στην εκστατική χαρά που υπόσχονταν.

Εκείνες ήταν όλες μπλεγμένες στον ιστό τους, το ίδιο μπλεγμένες όπως εγώ. Δε με άκουγαν, δεν τις άκουγα. Είχαμε μάθει να ακούμε μόνο τις εγκόσμιες προσδοκίες του σκλαβωμένου νου μας, και εγώ και αυτές. Το ίδιο ισχύει και για εκείνες που με επιθύμησαν και μου δοθήκανε, και για εκείνες που με απέρριψαν ή απλά αδιαφόρησαν για μένα.

Η Αλήθεια, όμως, είναι ελεύθερη. Ελπίζω αύριο να τη βρω και να μην την αφήσω να μου φύγει. Απ’ όλες τις καλλονές που γνώρισα μέχρι τώρα στη ζωή μου είναι η μόνη που είναι τόσο ελεύθερη ώστε να μπορώ να την κάνω δική μου και να την έχω για πάντα μέσα στην καρδιά μου, χωρίς να την κάνω να νιώσει ούτε στιγμή ασφυκτικά, δίχως να σκεφτεί ότι απειλείται η ελευθερία της.

Γιατί η ελευθερία είναι η φύση της. Ίσως, τελικά η Αλήθεια και η Ελευθερία να μην είναι δύο δίδυμες αδελφές όπως αρχικά έχω νομίσει, ίσως να είναι μία, που παίρνει δύο όψεις. Ας την ονομάσω Αλήθεια, γιατί αυτήν ψάχνω προς το παρόν. Αυτή θα με οδηγήσει στην Ελευθερία, την άλλη όψη του εαυτού της, που είναι ο απώτερος στόχος μου.

Τουλάχιστον, αυτή νιώθω τώρα ότι είναι ο απώτερος στόχος μου, επειδή η Ελευθερία είναι αυτή που μου λείπει τρομερά, γι’ αυτήν ξεροσταλιάζω τώρα, η Αλήθεια είναι για μένα απλά το σκαλοπάτι που θα με οδηγήσει στην Ελευθερία, τουλάχιστον έτσι νομίζει τώρα ο σκοτισμένος νους μου. Αυτόν έχω, αυτόν θα πιστέψω… προς το παρόν…[1]

Και μόνο που πάω τώρα για ύπνο με την ελπίδα ότι αύριο θα βρω την Αλήθεια, αγαλλιάζω. Σκέψου τι χαρά θα πάρω, όταν θα τη βρω πραγματικά!



[1] Μεταγενέστερη υποσημείωση: Αρκετά αργότερα θα συνειδητοποιήσει ο νους μου ότι ισχύει και το αντίστροφο: όταν γνωρίσει την Ελευθερία, αυτή θα αποτελέσει το σκαλοπάτι για να γνωρίσει σε μεγαλύτερο βάθος και εύρος την Αλήθεια. Προς το παρόν, όμως, η δίψα του για την Ελευθερία, που τόσο έχει στερηθεί, τον κάνει να νομίζει πως η Ελευθερία είναι ο αυτοσκοπός, ο απώτατος στόχος του. Θα ήθελε να είναι η Ελευθερία το τέλος της πορείας του. Εξαιτίας της έντονης συναισθηματικής φόρτισης που του προκαλεί η πολυετής στέρηση της Ελευθερίας, δε διαθέτει ακόμα τη διάκριση που χρειάζεται για να αντιληφθεί το εξής προφανές: αν ο δρόμος είχε τέλος, τότε η μη δυνατότητα να προχωρήσει άλλο θα ήταν ασύμβατη με την κατακτημένη Ελευθερία, η οποία έτσι θα χανόταν αυτόματα και ακαριαία. Άρα, ο δρόμος που οδηγεί στην Ελευθερία είναι από τη φύση του και εξ ορισμού ατέρμων, και η συνέχειά του μετά την κατάκτηση της Ελευθερίας δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η βαθύτερη και ευρύτερη γνώση της Αλήθειας για τον ίδιο και για τα αδέλφια του.

Μοιράσου το στα social media