Η  Πολιτεία της  Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.

Η σωτηρία του ταπεινού υπηρέτη.

Υπηρεσία, λοιπόν. Κάτι μου θυμίζει αυτή η έννοια. Την τόνιζαν ξανά και ξανά τ’ αδέλφια-δάσκαλοι που είχα κάποτε. Μου ’λεγαν και ξανάλεγαν πως αυτή είναι για μένα η μόνη λύση, αν δεν αντέχω άλλο να είμαι υποχείριο του δυνάστη νου.

Μα εγώ είχα άποψη, επειδή είχα εγώ. Ήθελα να βρω άλλον τρόπο, προτιμούσα να τον καταστείλω το δυνάστη νου. Δεν είχα σκεφτεί, όμως, τι θα τον έκανα μετά την καταστολή του. Ήθελα να κλείσω ένα αγρίμι στο κορμί μου, χωρίς πρώτα να το έχω ημερέψει.

Άγνοια. Απειρία. Ήμουνα βιαστικός, ήθελα το γρήγορο δρόμο. Από παιδί με είχαν κακομάθει, μου είχαν δώσει το περιθώριο να πιστεύω πως έχω το δικαίωμα να απαιτώ εδώ και τώρα, χωρίς κόπο, ιδρώτα, αίμα, πόνο. Είχα πέσει στην ίδια πλάνη που πέφτουν τόσα άλλα αδέλφια μου στη νεανική ηλικία. Ήμουν ένας ακόμα νεαρός αλαζόνας. Πίστευα ότι εγώ ήξερα καλύτερα.

Τώρα έχω καταλάβει. Όλα θέλουν τον τρόπο τους και το χρόνο τους, έτσι και ο νους. Ήταν απαραίτητο να του αφιερώσω χρόνο, για να τον βοηθήσω να με συμπονέσει, να γίνει από ανάλγητος εχθρός φίλος και συμπαραστάτης, ώστε να αφοσιωθεί στο έργο της απελευθέρωσής μου. Η τεμπέλικη μέθοδος της καταστολής δεν αποδίδει. Ποτέ δεν απέδωσε, πουθενά, ποτέ δεν έφερε κανένα στέρεο αποτέλεσμα.

Τα χέρια είναι ο πρωτομάστορας της υπηρεσίας. Η θέληση είναι το αφεντικό, η δύναμη που κινεί τα χέρια. Και ο παλιός ο πόνος ο τσουβαλιασμένος μες στα χρόνια είναι ο γεννήτορας, ο πατέρας του αφεντικού, της δύναμης-θέλησης. Η έδρα και λειτουργός της δύναμης-θέλησης είναι η καρδιά, επειδή η καρδιά με τους κτύπους της και το ζεστό της το αίμα μού θυμίζει κάθε στιγμή πως είμαστε ζωντανοί, και εγώ και τ’ αδέλφια μου.

Και αφού ζω, σίγουρα θα πρέπει να έχω κάποια αξία για αυτόν που θέλησε να μου χαρίσει το δώρο της ζωής. Άρα μου αξίζει να ζω με χαρά, κι ας μην το θυμάται τακτικά αυτό ο νους μου ο ταυτισμένος με τις εγκόσμιες λεπτομέρειες. Το ίδιο ισχύει και για τ’ αδέλφια μου, επίσης τους αξίζει να ζούνε με χαρά.

Γι’ αυτό, η καρδιά με ξυπνά κάθε στιγμή και με παρακινεί να πω στα χέρια μου να κάνουν κάτι, οτιδήποτε, για να σβήσει η άχρηστη νοητική θλίψη και ο μαρασμός από μένα και από τ’ αδέλφια μου και να έρθει στη θέση τους η γνωριμία με την πεντάμορφη καθάρια κόρη, την Αλήθεια, που φέρνει τη βαθιά χαρά.

Και τα χέρια, κλαδιά που έχουν για ρίζα την καρδιά, υπάκουοι και ταπεινοί υπηρέτες, λαμβάνουν το σήμα και πιάνουν αμέσως δουλειά αναλαμβάνουν αμέσως εργασία[1] με ζήλο, γράφουν, χαϊδεύουν, ταΐζουν, αγκαλιάζουν, δημιουργούν, φροντίζουν, συγυρίζουν, συντηρούν, παίζουν μουσική, αναπτύσσουν με ζήλο έργα αγάπης και αφοσίωσης. Κάνουν, με άλλα λόγια, πρόθυμα όλα όσα χρειάζεται για να είμαι μέσα στη ζωή.

Αυτό είναι η υπηρεσία: να συμμετέχω κάθε στιγμή στη ζωή, πρόθυμα και χαρούμενα, με αβίαστη αμεσότητα, συνειδητά, εύστοχα, ευέλικτα, πάντα για το καλό, το δικό μου και των άλλων. Πολλές μικρές πράξεις με μόνο στόχο να γλυκάνει ο παλιός μας πόνος και να έρθει η γνώση της Αλήθειας και η χαρά, σε μένα και στ’ αδέλφια μου με τις χιλιάδες σπάταλες αγωνίες.



[1] Σκέφτομαι ότι η λέξη «δουλειά» θα ήταν καλύτερο να φύγει από το λεξιλόγιό μου, επειδή προέρχεται από τη δουλεία. Ομοίως, η λέξη «δουλεύω» σημαίνει «είμαι δούλος», όχι απαραίτητα ενός άλλου ανθρώπου, αλλά δούλος των συνηθειών και των φόβων μου που με αναγκάζουν να δουλεύω για να νιώθω ασφαλής. Προτιμώ τις λέξεις «εργασία» και «εργάζομαι». Εργάζομαι = έργα + ζω, δηλαδή ζω μέσα από τα έργα μου, τα έργα μου είναι η ζωή μου, άρα μου αρέσουν τα έργα και τα κάνω με χαρά, όπως και η ζωή μού αρέσει και τη ζω με χαρά και δημιουργικότητα.

Μοιράσου το στα social media