Η Πολιτεία της Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.
Πρωτόγνωρη μαγεία.
Καθώς τα χέρια προσφέρουν υπηρεσία, ο νους τα βλέπει και έλκεται, μαγεύεται από την αφοσίωσή τους σε στόχο υψηλό. Μπορεί, επιτέλους, και εστιάζεται χωρίς να διαθλάται η προσοχή του μες στον κόσμο. Παραιτείται για πρώτη φορά τόσο εύκολα από τις γνώριμες αγωνίες του, επειδή πολύ απλά τώρα τον αφήνουν αδιάφορο.
Η γυναίκα και ο χρυσός δεν έχουν τώρα σημασία για το νου. Δεν του τραβούν βίαια την προσοχή όπως πρώτα, δεν τον γεμίζουν τώρα τρόμο οι αμέτρητες αδιευκρίνιστες υποθέσεις κατακτήσεων και αποκτημάτων που διεκδικεί ή που φοβάται μη στερηθεί. Η ασφάλεια και η αναγνώριση δεν τον απασχολούν τώρα καθόλου, επειδή έχει απορροφηθεί απόλυτα από το έργο που παράγουν τα χέρια του και την υπηρεσία που του προσφέρουν.
Ο νους μου είναι σαν το μικρό παιδί. Βρήκε κάτι καινούργιο, πρωτόγνωρο, όμορφο, και μαγεύτηκε, αφοσιώθηκε σ’ αυτό. Γαληνεύει, καθώς παρακολουθεί με προσήλωση τα χέρια του να εργάζονται στην υπηρεσία ενός στόχου. Ο νους νιώθει τώρα πληρότητα. Γι’ αυτό δεν ψάχνει τη σιγουριά και την καταξίωση, επειδή νιώθει πως τώρα δεν υπάρχει μέσα του κάποιο κενό που θα μπορούσαν ετούτες οι Σειρήνες[1] να γεμίσουν.
Ο νους «χειραγωγείται». Ο αρχαίος αδελφός μου που πρωτόπε αυτή τη λέξη ίσως να κατείχε τη γνώση που γυρεύω. Γιατί αυτή η λέξη – που τώρα πια συνήθως χρησιμοποιείται με αρνητική έννοια – εμένα τώρα μου λέει πως τα χέρια με το παράδειγμά τους θέλγουν και άγουν το νου, τον μαγεύουν, τον μαζεύουν και τον παίρνουν σαν μικρό αδαές παιδί από το χέρι και τον οδηγούν στον ένα και μοναδικό του στόχο το λησμονημένο, την απελευθέρωσή του από το ζυγό των εμμονών.
[1] Οι Σειρήνες ήταν γυναικείες θεότητες, θαλάσσιοι δαίμονες της Ελληνικής Μυθολογίας. Απεικονίζονταν με ανθρώπινο γυναικείο κεφάλι και σώμα αρπακτικού πουλιού. Με το γοητευτικό τραγούδι τους παγίδευαν τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες, που πλησιάζοντας είτε ξεχνούσαν τον προορισμό τους, είτε κατασπαράζονταν από αυτές.
Ο Οδυσσέας είχε ενημερωθεί σχετικά με τις Σειρήνες από την Κίρκη και έτσι διέταξε όλο το πλήρωμα του να βάλουν κερί στα αυτιά τους ώστε να μην ακούνε το τραγούδι των Σειρήνων, ενώ ό ίδιος ζήτησε να τον δέσουν στο κατάρτι, ώστε, όταν ακούσει το τραγούδι τους, να μην παρασυρθεί από τη γοητεία τους. (Πηγή: Βικιπαίδεια)
Το κερί στα αυτιά συμβολίζει, για μένα, την επιλογή που μπορεί, αν το θελήσει, ο νους μου να κάνει, να μη δίνει σημασία σε ακούσματα, έξωθεν ή έσωθεν προερχόμενα, που θα μπορούσαν να τον παρασύρουν μακριά από το στόχο του, που είναι η εσωτερική ελευθερία.
Το δέσιμο του Οδυσσέα στο κατάρτι μού θυμίζει, αντίστοιχα, την προσήλωση στον κεντρικό εσωτερικό άξονα της ζωής μου, που είναι όρθιος, αξιοπρεπής, δεν κυρτώνει, είναι η ευθυτενής σπονδυλική στήλη του ανθρώπου που παραμένει προσηλωμένος σε αυτήν και δεν την εγκαταλείπει για χάρη καμίας αγωνίας ή προσδοκίας, αλλά, αντίθετα, προχωρά συμμετέχοντας απλά μέσα στον κόσμο και χωρίς να χάνει ποτέ την επαφή με τη βαθύτερη Ύπαρξή του την αιώνια.
