Η Πολιτεία της Λευτεριάς
Ένα ταξίδι Αλήθειας στα άδυτα του νου
με προορισμό την εσωτερική Ελευθερία.
Τρίτη, 18 Ιανουαρίου 2005, 1:44:16 π.μ.[1]
Ο δυνάστης νους.
Θλίψη βαθιά, κατάθλιψη με ζώνει, όσο συλλογιέμαι τα χαμένα μου χρόνια[2], που πέρασαν σαν άνεμος, με αγγίξανε και φύγαν. Πού ήμουν και δεν τα ’ζησα; Μα πού αλλού; στο νου μου. Εκεί όπου βρίσκονται σχεδόν όλα τα αδέλφια μου, εκεί όπου μας έμαθαν να ζούμε από μικρά παιδιά, από βρέφη, εκεί όπου ζούσε και η μάνα μας όταν μας είχε μέσα στη μήτρα της και μας τάιζε αδιάκοπα με ό,τι έτρωγε, έπινε, έβλεπε, άκουγε, σκεφτόταν, αισθανόταν.
Όσα και αν μου δίνει η ζωή, όσα και αν κατακτώ και αποκτώ, οι αγωνίες δεν αλλάζουν. Κούραση, αυτό είναι το αποτέλεσμα, κούραση και απογοήτευση[3]. Μα δε γίνεται, κάτι δε θα ’χω καταλάβει καλά. Δε μπορεί, για κάποιον άλλο λόγο είμαι εδώ, κάτι μου διαφεύγει, σίγουρα. Ποιον να ρωτήσω, ποιος θα μου δείξει πώς να μην πιστεύω πια το νου μου; Δεν έχει πια τίποτα καινούργιο να μου πει, ποιος θα μου δείξει πώς κλείνουν των σκέψεων το διακόπτη;
Παρακαλώ, εκλιπαρώ, ικετεύω όποιον ξέρει, να μου δείξει πώς θα τον κάνω να σωπάσει ο δυνάστης νους. Οι φόβοι του δε με αντιπροσωπεύουν τώρα πια. Φοβάμαι μόνο από συνήθεια. Φοβάμαι μήπως χάσω αγαθά ξεζουμισμένα και απομυθοποιημένα, που δε με νοιάζει κατά βάθος και αν τα χάσω. Θίγομαι, θυμώνω όταν με προσβάλλουν, θλίβομαι σαν με απορρίπτουν, αν και τώρα πια δε με νοιάζει κατά βάθος τι θα πουν. Θίγομαι, θυμώνω και θλίβομαι μόνο από συνήθεια.
Ο νους μου πάντα προτρέχει, μου γιομίζει ολάκερο το είναι και με κάνει να ξεχνώ πως το μόνο που πραγματικά επιθυμώ είναι να ελευθερωθώ από κείνον, και όχι όλα όσα αυτός θέλει να νομίζω ότι φοβάμαι μην τα χάσω ή μη δεν τα αποκτήσω.
Γιατί μόλις ελευθερωθώ, θα πετάξω, θα χαρώ για πρώτη φορά τόσο σύγκορμα, συθέμελα θ’ απολαύσω της ύπαρξής μου το δώρο. Όσο μ’ έχει δεμένο στον ιστό του, όλα είναι θολά, ούτε η χαρά ούτε η λύπη δεν είναι πραγματικές, λες και ένα σκονισμένο τζάμι στέκει ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτές. Κάθε κόκκος σκόνης και μια σκέψη. Κατομμύρια κόκκοι, κατομμύρια σκέψεις. Αυτό δεν είναι η ζωή, είναι ο αντικατοπτρισμός της ο άυλος, ο άπιαστος, ο θεωρητικός.
Ως πότε θα θρηνώ
πάνω από το μνήμα
ενός δυστυχισμένου παρελθόντος;
Κι ως πότε θα τρέμω
κάτω απ’ τη σκιά
ενός απειλητικού μέλλοντος;
Ασφυκτιώ.
Θέλω χώρο,
για να ζήσω το παρόν
ελεύθερα και χαρούμενα.
[1] Αυτή ήταν, σύμφωνα με τον υπολογιστή μου, η χρονική στιγμή κατά την οποία ο νους μου, μη αντέχοντας άλλο τον αυτοβασανισμό του, αποφάσισε να ξεκινήσει την καταγραφή της ομολογίας του και το ταξίδι προς την ελευθερία.
[2] Μια από τις βασικές πλάνες του νου είναι ότι υπάρχουν χαμένα χρόνια. Στην πραγματικότητα, όπως θα καταλάβω πιο κάτω, όλα μου τα χρόνια ήταν χρήσιμα και όλες οι εμπειρίες ωφέλιμες, ακόμα κι εκείνες που μοιάζουν εκ πρώτης όψεως άχρηστες και επιζήμιες.
[3] Μεταγενέστερη σημείωση: Για την ιστορία αναφέρω ότι στο σημείο αυτό, κάτω από την επήρεια του κρύου ιδρώτα που ξαφνικά με έλουσε, διέκοψα το γράψιμο και έσβησα τα όσα είχα γράψει μέχρι εκείνη τη στιγμή, γιατί προς στιγμή άλλαξα γνώμη φοβούμενος ότι θα εκτεθώ ανεπανόρθωτα αν εκδώσω ένα τέτοιο κείμενο που παρουσιάζει τη δυστυχία μου τόσο απροκάλυπτα. Σύντομα, όμως, πάτησα το κουμπί της αναίρεσης της διαγραφής, το κείμενο επανεμφανίστηκε στην οθόνη και συνέχισα το γράψιμο, αποφασισμένος να προχωρήσω, γιατί το είχα μεγάλη ανάγκη να βάλω βαθιά το μαχαίρι στο κόκαλο και να απελευθερωθώ από το νου, το δυνάστη της ζωής μου.
