Η ομολογία.

Κάτι περισσεύει, και κάτι λείπει. Περισσεύει νους, λείπει καρδιά. Περισσεύει στεναχώρια και άδικη αγωνία, λείπει χαρά παιδική, αθώα, χωρίς υπολογισμούς και εξασφαλίσεις για το μέλλον. Περισσεύει μέλλον και παρελθόν, λείπει το παρόν. Περισσεύουν «θέλω», λείπει το «ζω». Περισσεύει ό,τι μου ήταν απαρχής οικείο και εύκολο και στράφηκα σ’ αυτό, μέχρι που νόμισα ότι εγώ είμαι μόνο αυτό και τίποτε άλλο. Λείπει ό,τι μου φάνηκε από την αρχή ξένο και δύσκολο και το απέφυγα, μέχρι που έγινε ακόμα πιο ξένο και πιο δύσκολο. Έτσι έγινα μισός.

Χαίρομαι που το διαπιστώνω, το παραδέχομαι, το ομολογώ. Το κάνω κάπου κάπου, όποτε θλίβομαι πολύ. Η ομολογία μαλακώνει το μέσα μου κόσμο. Η πετρωμένη μου καρδιά πάλλεται ξανά. Στο ρυθμό της συμπόνιας[1] για τον εαυτό. Και αυτό είναι πολύ καλό. Μου κάνει καλό, το νιώθω, με ανακουφίζει. Όταν ομολογώ, παρατηρώ τον εαυτό μου, μέσα σε ησυχία, χωρίς απαιτήσεις, χωρίς πόλεμο, χωρίς να φοβάμαι μήπως χάσω το εγώ. Η ομολογία είναι μία όαση γαλήνης, που με ξεμακραίνει για λίγο από την ψυχοφθόρα εμπόλεμη έρημο της εθελοτυφλίας, που αρνείται με πείσμα την ύπαρξη όσων δεν αντέχει να δει.

Ξαποσταίνω. Ησυχάζω. Καταλαγιάζω. Το βουητό γίνεται απόηχος. Γλυκός μακρινός απόηχος, πλαισιώνει όμορφα το σκηνικό της όασης. Συμβάλλει στη θαλπωρή, γιατί δε με απειλεί πια. Αντίθετα, κουρνιάζω ακούγοντας το απόμακρο βουητό μέσα από την όαση της ομολογίας. Η όαση είναι ο τέλειος πατέρας και η μητέρα που θα τα φροντίσουν όλα για μένα, μέσα της γίνομαι πάλι ανέμελο και ανεύθυνο παιδί. «Εγώ μολόγησα, το ’κανα το καθήκον μου. Τώρα που σε βρήκα, χαίρομαι την αγκαλιά σου, Όαση της Ομολογίας. Μα ξέρεις τι μου δίνει την πιο πολλή χαρά; Που είσαι η απαρχή για το άλλο μου μισό, εκείνο που απέφυγα και απέρριψα, γιατί μου ήταν ξένο. Είσαι η ελπίδα μου να πάψω να είμαι πια μισός, να πάψω να μισώ[2] από φόβο το απαρνημένο[3] μου μισό, να γενώ άρτιος, ολόκληρος, αφεαυτού ευτυχισμένος».

Καθαρό αέρα αναπνέω επιτέλους, τα αυτιά μου παραδίδονται στο κελάρυσμα του ρυακιού, τα βλέφαρα βαραίνουν αποκαμωμένα, καθησυχασμένα, επιτέλους γαλήνια. Θα ήθελα να βάσταγε για πάντα η όαση, γιατί είμαι ένας πολύ καταπονημένος οδοιπόρος, που τα πόδια του συνέχεια μπερδεύονται μέσα στους περίπλοκους ιστούς του νου του, που πολύ συχνά τον καθηλώνουν στη μετριότητα και στη μεμψιμοιρία.

Ω νου,
βλέπω ότι εσύ έχεις προβλήματα,
εγώ προτιμώ να πάω σπίτι,
πίσω στο πατρικό μου σπίτι,
που είναι η αληθινή μου φύση,
όπως όταν ήμουνα παιδί,
για ν’ αφουγκραστώ ξανά το κορμί μου,
να νιώσω τη σάρκα και το αίμα μου,
να παραδοθώ στους κτύπους της καρδιάς,
να χαρώ τη ροή της ζωής
και να χωθώ μες στη ζεστή φωλιά της
για όσο χρόνο χρειαστεί
μέχρι ν’ ανοίξουν τα φτερά μου,
αβίαστα ετούτη τη φορά,
και να πετάξω ελεύθερος στον κόσμο,
να μοιραστώ τη χαρά και την αγάπη
με όλα μου τ’ αδέλφια.

Ω νου,
μπορείς, αν θες, να ’ρθείς και συ μαζί μου
και ν’ αφήσεις τις αγωνίες σου,
την αυτολύπηση και τις ενοχές,
τους φόβους και τη ζήλεια
και όλα τα άλλα δημιουργήματα
της ταραγμένης φαντασίας σου
που μάταια σε βασανίζουν.
Όποτε το αποφασίσεις,
μπορείς νά ’ρθεις να με βρεις.
Θα είμαι εδώ και θα ζω,
αφοσιωμένος στην ίδια μου την Ύπαρξη.
Μέχρι τότε, σε αποχαιρετώ
και σε αφήνω μόνο.

(εμπνευσμένο από μια φράση ενός φωτισμένου
Δασκάλου: «Νου, βλέπω ότι εσύ έχεις προβλήματα,
εγώ πάω σπίτι»
)



[1] Η «συμπόνια» όχι με την έννοια του οίκτου αλλά με την έννοια του «συμπάσχω», δηλαδή «μπαίνω στη θέση του άλλου με πηγαίο ενδιαφέρον, νιώθω τον πόνο που νιώθει σαν δικό μου, συγκινούμαι και κάνω άμεσα ό,τι μπορώ για να πάψει να υποφέρει» (εδώ η καρδιά συμπονά τον ίδιο μου τον εαυτό, όχι κάποιον άλλο).

Πιο ακριβής θα ήταν η λέξη «συμπάθεια» (στα Αγγλικά «sympathy» ή «compassion»), όμως στα Ελληνικά η λέξη «συμπάθεια» τώρα πια σπάνια χρησιμοποιείται με την έννοια του «συμπάσχω», γιατί έχει επικρατήσει η μεταγενέστερη έννοια «συναισθηματική προτίμηση».

Εξάλλου, και στα Αγγλικά το sympathy έχει κι αυτό πάρει διαφορετική έννοια από την αρχική που σήμαινε συμπάθεια με την έννοια του compassion, τώρα πια σημαίνει λύπηση, οίκτος.

Ακόμα πιο κατάλληλη ίσως να ήταν η λέξη «συμπονετικότητα», γιατί η συμπόνια πιθανόν να θυμίζει και αυτή λύπηση, οίκτο, ενώ η συμπονετικότητα σημαίνει σαφώς ότι συμμερίζομαι, συμπαραστέκομαι, συγκινούμαι, συμμετέχω στην αγωνία του αδελφού μου, είμαι μαζί του ως συνοδοιπόρος, ισότιμα και ταπεινά, όχι τον οικτίρω νιώθοντας ανώτερός του, δεν τον θεωρώ εκείνον καημενούλη και τον εαυτό μου ευτυχισμένο.

Επίσης, η λέξη «ευσπλαχνία» εκφράζει και αυτή τα ίδια όμορφα αισθήματα όπως η «συμπονετικότητα».

[2] Το ρήμα «μισώ» μπορεί να προέρχεται από το ουσιαστικό «μισό» και να σημαίνει «διαιρώ αυθαίρετα, βάσει των προσωπικών μου προτιμήσεων, το όλο (όλα όσα υπάρχουν) σε δύο μισά και ταξινομώ στο ένα μισό όσα χαρακτηριστικά του όλου μού αρέσουν και με έλκουν και στο άλλο μισό όσες ιδιότητές του δε μου αρέσουν και τις αποστρέφομαι».

[3] Εδώ η απάρνηση εννοείται ως ασυνείδητη, σχεδόν αντανακλαστική άρνηση να δεχθώ ό,τι με δυσκολεύει και δεν έχει καμία σχέση με τη συνειδητή απάρνηση βλαβερών συνηθειών του νου, την οποία θα δούμε πιο κάτω.

Μοιράσου το στα social media